Η αποτυχία των οικονομολόγων να προβλέψουν την οικονομική κρίση αλλά και να βρουν αποδοτικούς τρόπους ξεπεράσματός της δημιούργησε μια νέα γενιά θεωρητικών της οικονομίας. Το μόνο που τους ενώνει είναι η κριτική τους απέναντι στην παραδοσιακή οικονομική σκέψη.
Εν μέσω της οικονομικής κρίσης το 2009 ο Πολ Κρούγκμαν, με την πνευματική ελευθερία που του έδωσε το Νομπέλ Οικονομίας, μίλησε για «οικονομολόγους του αλμυρού νερού» (πιο κεϊνσιανούς) και «οικονομολόγους του γλυκού νερού» (νεοκλασικούς). Μέχρι την κατάρρευση της Lehman Brothers και οι δύο αυτές κατηγορίες ήταν σαν να είχαν υπογράψει μια ψεύτικη συνθήκη ειρήνης, η οποία βασιζόταν, πάνω απ’ όλα, στην ταύτιση των απόψεων για τις αγορές. Εκείνα ήταν τα χρόνια της Μεγάλης Μετριοπάθειας, κατά τα οποία τα πράγματα πήγαιναν βασικά καλά. Η ύφεση σήμανε το τέλος αυτής της ψεύτικης ειρήνης. Ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, τον οποίο και οι δύο πλευρές αποκαλούν «μαέστρο», παραδέχθηκε ότι οι πάντες βρίσκονται «σε κατάσταση σοκ και δυσπιστίας», επειδή «όλο το πνευματικό οικοδόμημα έχει καταρρεύσει».

Πέντε χρόνια αργότερα, εκείνη η διαπίστωση του Κρούγκμαν θεωρείται ξεπερασμένη και είναι δύσκολο να βρεις οικονομολόγους που να υποστηρίζουν δημόσια την οικονομική θεωρία η οποία οδήγησε στην αποτυχία της νεοφιλελεύθερης σκέψης και τη διαχείριση της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του ’30. Σήμερα υπάρχει μια χιονοστιβάδα ετερόδοξων οικονομολόγων από πολύ διαφορετικές σχολές. Το μόνο που τους ενώνει είναι η κριτική απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και στη νεοκλασική σχολή, καθώς και εν μέρει στον νεοκεϊνσιανισμό.

Ο νεοκεϊνσιανός αυστραλός οικονομολόγος Στιβ Κιν κατηγορεί άλλους συναδέλφους του όπως ο Κρούγκμαν ότι ενώ εμφανίζονται ως κεϊνσιανοί είναι στην ουσία καμουφλαρισμένοι νεοφιλελεύθεροι. Αυτό υπενθυμίζει μια άλλη κόντρα που είχε ξεσπάσει πριν από μισό αιώνα και έγινε γνωστή ως «Κέιμπριτζ εναντίον Κέιμπριτζ» –δηλαδή έφερε σε αντιπαράθεση τους άμεσους μαθητές του Κέινς στο Κέιμπριτζ της Βρετανίας (Ρόμπινσον, Σράφα, Κάλντορ) με τους οικονομολόγους στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης (Πολ Σάμιουελσον, Ρόμπερτ Σόλοου κ.λπ.). Οι Αμερικανοί τιμήθηκαν με Νομπέλ, οι Βρετανοί τούς ονόμασαν «μπάσταρδα του κεϊνσιανισμού».

Τηρουμένων των αναλογιών, γράφει στην El Pais ο αρθρογράφος Χοακίν Εστεφανία, υπάρχουν σήμερα διάσημοι ετερόδοξοι οικονομολόγοι, με πιο προβεβλημένους τον Τομά Πικετί και τον Γιάνη Βαρουφάκη. Το βιβλίο του Γάλλου Πικετί «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» έγινε διεθνές μπεστ σέλερ: έβαλε την ανισότητα στο κέντρο της πολιτικής οικονομίας έπειτα από πολλές δεκαετίες κατά τις οποίες θεωρούνταν ως φυσικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Σε συνεργασία με άλλους νέους συναδέλφους του όπως ο Εμανουέλ Σαέζ ή ο Γκάμπριελ Ζούκμαν («Ο σκοτεινός πλούτος των κρατών»), ο Πικετί συνέδεσε την οικονομία με την πολιτική: η υπερβολική συγκέντρωση του πλούτου στις κοινωνίες μας απειλεί τη δημοκρατία. Είναι η πρώτη φορά που οι απόψεις ενός γάλλου κοινωνικού επιστήμονα επηρεάζουν τόσο τον αγγλοσαξονικό κόσμο από την εποχή της «Δημοκρατίας στην Αμερική» του Αλεξίς ντε Τοκβίλ.

Ο Εστεφανία που καταγράφει τις νέες τάσεις της οικονομικής θεωρίας κάνει ιδιαίτερη μνεία και στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Ο παγκόσμιος Μινώταυρος». «Μαζί με τους συναδέλφους του Στιούαρτ Χόλαντ και Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ ο Βαρουφάκης έγινε απόστολος της αντίθεσης στην αυστηρή λιτότητα που έχει επιβληθεί στον Νότο της Ευρώπης. Ομως η κύρια συμβολή του στην οικονομική συζήτηση είναι το βιβλίο του στο οποίο παρομοιάζει το μυθικό τέρας με την οικονομική κρίση: όπως έστελναν στον Μινώταυρο νέους ως θυσία, έτσι και ο υπόλοιπος κόσμος έστειλε τεράστια κεφάλαια στις ΗΠΑ επί τρεις δεκαετίες. Αυτό οδήγησε στην κρίση του 2007».

Ενα από τα μπεστ σέλερ του 2014 είναι το βιβλίο «Λιτότητα, η ιστορία μιας επικίνδυνης ιδέας» του Μαρκ Μπλάιθ, καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μπράουν. Αντιτίθεται στην κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη της «επεκτατικής λιτότητας» που εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. Η συζήτηση περί παλαιών και νέων σχολών σκέψης στην οικονομία φουντώνει και πάλι.