Πριν από τρία χρόνια ένας συνταξιούχος φαρμακοποιός αυτοπυροβολήθηκε στο Σύνταγμα γιατί «δεν μπορούσε πια να ψάχνει για φαγητό στα σκουπίδια». Ενιωθε ότι είχε χάσει την αξιοπρέπειά του, τον άξονά του, το «σημείο διαρραφής», όπως λένε οι ψυχολόγοι, την «κουμποβελονιά» των στρωματάδων, το κέντρο στο οποίο μπαίνει η βελόνα για να κατασκευαστεί το στρώμα. Το υπόλοιπο «στρώμα», οι υπόλοιπες έννοιες και αξίες, μπορούν να ξηλωθούν, να υποκατασταθούν. Οχι όμως η «κουμποβελονιά» που, αν διαρραγεί, η ψυχή πεθαίνει και η αυτοχειρία είναι υπόθεση χρόνου. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χρόνο έχει βασιστεί η σύγχρονη φιλολογία των ζόμπι.

Ουδεμία σχέση με κάποιον που ζώνεται με βόμβες και γίνεται προσάναμμα εκατόμβης. Αλλη περίπτωση! Και επειδή η επικαιρότητα μας έδωσε το άλλοθι να εντρυφήσουμε (ακροβατώντας ή τσαλαβουτώντας) στο «απονενοημένο», ας δούμε αυτήν την άλλη περίπτωση που λοξοκοιτάζει, μέσα από εικασίες, τον Λούμπιτς. Οταν αυτό που ονειρευτήκαμε για τον εαυτό μας, το ιδανικό που θέλουμε ή που μας έμαθαν να θέλουμε, δεν πραγματώνεται, γίνεται τιμωρητικό. Αναπτύσσει ένα μίσος που δεν συγχωρεί τις αδυναμίες και επιδιώκει την κάθαρση. Στη σκιά του επωάζεται και το αβγό του φιδιού του φασισμού. Τότε δημιουργούνται οι, με οποιονδήποτε τρόπο, άνθρωποι-βόμβες. Αυτά όμως είναι θεωρίες. Εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου που έλεγε ότι η αδυναμία δεν είναι αμαρτία και ότι αν δεν έχω αυτό που θέλω να μάθω να θέλω αυτό που έχω. Για να είμαι χαρούμενη.