Οταν η καλλιτεχνία συναντά την αρχαιότητα δημιουργείται μια εκρηκτική συνεύρεση με αποκαλυπτικά συνήθως αποτελέσματα στην περιοχή του πνεύματος. Η ανακάλυψη του Αντίνοου στους Δελφούς μπορεί να μην προκάλεσε τον ζωγράφο Στέφανο Δασκαλάκη – έως τώρα τουλάχιστον – σε βαθμό που να έχουμε το εικαστικό αποτύπωμα αυτής της συνάντησης. Δημιούργησε όμως κάτι εξίσου σημαντικό, ένα κείμενο που συνταιριάζει τη βαθιά προσωπική ευαισθησία με μια βιωμένη ιστορική γνώση.

Του Στέφανου Δασκαλάκη

Ξαναβρίσκω αυτή την τόσο δημοφιλή φωτογραφία πάντα με μεγάλη συγκίνηση. Δεν είναι η μόνη από ανακάλυψη αρχαίου αγάλματος. Υπάρχουν πολλές και συχνά η σκηνοθεσία είναι παρόμοια. Το γλυπτό στην κεντρική θέση και οι ανασκαφείς που βρίσκονται γύρω του. Αυτή η φωτογραφία έχει όμως κάτι το ξεχωριστό που οφείλεται σίγουρα και στην ομορφιά του αγάλματος. Σαν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που επιστρέφει. Η ομορφιά αυτού του έργου, αυτού του εφήβου, μας γεμίζει όμως και ενοχές που τον είχαμε αφήσει ξεχασμένο τόσον καιρό. Ισως γι’ αυτό και η αμηχανία στα βλέμματα όσων τον περιτριγυρίζουν. Αλλά και η σχέση αυτού του λείου δέρματος με τα χώματα δίπλα του που τον κάνουν τόσο εύθραυστο ξυπνάει μέσα μας αισθήματα τρυφερότητας.

Αναρωτιέμαι επίσης και για το ποιο είναι το νόημα των βλεμμάτων. Ενώ όλοι κοιτάζουν προς τον θεατή, ο Αντίνοος έχει το βλέμμα στραμμένο αλλού. Σαν να μην έχει ξυπνήσει τελείως ακόμη, σαν να κινείται σε άλλη διάσταση. Και αυτή η μελαγχολία στο βλέμμα του μεταμορφώνεται στα μάτια των παρευρισκομένων σε απορία και φόβο.

Είναι η μελαγχολία που είναι πάντα παρούσα στα αρχαία ερείπια σαν σκέψη για το πεπρωμένο.

Υπάρχει στο Λούβρο ένα σπουδαίο έργο του Πουσέν που έχει τον τίτλο «Οι βοσκοί της Αρκαδίας» ή «Et in Arcadia Ego», που σημαίνει «Και Εγώ επίσης Είμαι εδώ, υπάρχω, ακόμη και στην Αρκαδία», Εγώ, δηλαδή ο Θάνατος.

Σε ένα ιδανικό τοπίο της Αρκαδίας τρεις βοσκοί διαβάζουν αυτή την επιγραφή (Et in Arcadia Ego) χαραγμένη πάνω σε έναν βωμό και δίπλα τους στέκει μια γυναικεία φιγούρα με το ίδιο απορροφημένο βλέμμα σαν κι αυτό του Αντίνοου.

Στο βλέμμα του Αντίνοου βρίσκουμε λοιπόν πάλι την ομορφιά και τη νεότητα που συλλογίζεται το πεπρωμένο. Οπως και στον πίνακα του Πουσέν και αυτό είναι που γεμίζει με απορία και φόβο τα βλέμματα όσων τον περιστοιχίζουν.

Ο Κλοντ Λεβί-Στρος λέει για το έργο του Πουσέν. «Η μεγάλη έλξη του πίνακα οφείλεται στο αίσθημα ότι αυτή η μυστηριώδης γυναίκα δίπλα στους τρεις βοσκούς έρχεται από αλλού και εκφράζει σε μια σκηνή που αναπτύσσεται σε ένα τοπίο αυτήν την εισβολή του μεταφυσικού με το οποίο, με άλλα μέσα, ο Πουσέν ήξερε πάντα να εμποτίζει τα τοπία του».

Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και γι’ αυτήν τη φωτογραφία. Ο Αντίνοος είναι μια παρουσία από έναν άλλον κόσμο.

Η αίσθηση αυτού του άλλου κόσμου εντείνεται και από την έλλειψη βάθους που υπάρχει στη φωτογραφία. Πίσω από το γλυπτό και τους ανθρώπους υψώνεται κάτι σαν τοίχος ή είναι η πλευρά ενός λόφου που κλείνει την προοπτική και αποκλείει από το οπτικό μας πεδίο καθετί που θα μας έδινε κάποιες ενδείξεις: σπίτια, δρόμους κ.λπ. Και θα μας βοηθούσε να την τοποθετήσουμε σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Κανένα στοιχείο από την πραγματικότητα δεν παρεμβαίνει. Ο χρόνος λοιπόν μένει εκκρεμής και ο χώρος γίνεται εξωπραγματικός. Υπάρχουν βέβαια οι άνθρωποι με τα ρούχα που φοράνε. Αλλά μια καλή τύχη, μια ατέλεια της τεχνικής (η γνωστή ανάγκη για μεγάλη διάρκεια έκθεσης στο φως για τις φωτογραφίες της εποχής) έδωσε αυτό το φλου της φωτογραφίας που τους μετέτρεψε και αυτούς σε φαντοματικές παρουσίες.

Εχω πολλές φορές αναφερθεί στο τυχαίο στην τέχνη και για τους στόχους που πετυχαίνει το έργο τέχνης εν αγνοία και ίσως και παρά τη θέληση του δημιουργού του.

Πιστεύω ότι αυτή η ασάφεια και η κίνηση που έχουν οι φιγούρες, στοιχείο κατά τη γνώμη μου καθοριστικό για τη γοητεία αυτής της φωτογραφίας, είναι ακόμη μια τέτοια περίπτωση.

Δεν ξέρω τίποτα για τον φωτογράφο, ούτε βέβαια και για το τι σκέφθηκε για τη φωτογραφία του τη στιγμή της εμφάνισης.

Λογικά θα πρέπει να δυσαρεστήθηκε από αυτό το φλου των προσώπων. Θα την ήθελε φαντάζομαι τέλεια, με τους ανθρώπους να έχουν ποζάρει ακίνητοι για να καταγραφούν με ακρίβεια τα πρόσωπα και οι εκφράσεις. Ετσι θα είχε πετύχει τους στόχους του. Δεν ξέρω όμως αν η φωτογραφία θα είχε τη δύναμη που έχει τώρα. Πιστεύω πως έχουμε ωφεληθεί πολύ από αυτήν την ατυχία του φωτογράφου. Γιατί, εκτός των όσων ήδη είπαμε, αυτή η ασάφεια στις φιγούρες δίνει στη φωτογραφία τη γοητεία και το μυστήριο που έχουν τα Non Finito γλυπτά ή τα ατελείωτα έργα ζωγραφικής, όταν ο καλλιτέχνης δουλεύει πολύ ένα κομμάτι από το έργο και αφήνει τα γύρω ατελείωτα. Ετσι, όχι μόνο αναδεικνύει την επιλογή του, το κεντρικό θέμα, όπως εδώ που το μάτι επικεντρώνεται στον Αντίνοο, αλλά και το περιβάλλει από έναν χώρο πρόσφορο για τη φαντασία. Στα ατελείωτα κομμάτια ενός ζωγραφικού έργου, όπου κυριαρχεί η ύλη και μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η φόρμα, η φαντασία του θεατή κινείται πιο ελεύθερα και δημιουργικά. Και στη φωτογραφία το ίδιο. Αν τα πεις όλα, αν τα ορίσεις όλα, ο ρόλος του θεατή περιορίζεται, γίνεται λιγότερο δημιουργικός.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο,τι αρχικά μοιάζει με αποτυχία της φωτογραφίας συμβάλλει έτσι ώστε το γλυπτό να πάρει και μιαν άλλη ακόμη σημασία. Μετατρέπεται στο μόνο σταθερό σημείο που επιβάλλεται σε ένα σύνολο όπου τα πάντα βρίσκονται σε αταξία, κίνηση και ταραχή. Σαν η φωτογραφία ασυνείδητα να επαναλαμβάνει, αλλά σε ένα επίπεδο πιο χαμηλό, τη σύνθεση του Δυτικού Αετώματος της Ολυμπίας. Σαν να είναι η λαϊκή εκδοχή του. Ενας μύθος και τα σύμβολα μιας μεγάλης εποχής προσαρμοσμένα στα μικρά μεγέθη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ενας έφηβος, ένα παιδί, πολύ κοντά στον συναισθηματισμό μας, στη θέση του Απόλλωνα και στη θέση της σύγκρουσης των Κενταύρων και των Λαπιθών οι λαϊκοί άνθρωποι ανασφαλείς, μέσα σε κίνηση και ταραχή.

Είναι πολλοί οι τρόποι για να δεις αυτή τη φωτογραφία.

Μου αρέσουν τα έκπληκτα μάτια τους και οι απορίες των βλεμμάτων που μαντεύω στα πρόσωπά τους. Μου αρέσει η απορία τους. Ισως να αναζητούν εξηγήσεις για την αξία αυτού που βρήκαν. Για το ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση τους με αυτό το παρελθόν που σιγά σιγά αναδύεται στη συνείδηση της νέας Ελλάδας.

Και μου αρέσει επίσης πόσο αυτή η μοναδική στιγμή της ανακάλυψης, ακριβώς χάρη σε αυτά τα έκπληκτα μάτια μπροστά στην ταραχή και στην ασάφεια που βασιλεύει στη φωτογραφία, αποκλείει κάθε στόμφο και υπονομεύει κάθε μεγαλοστομία περί ενδόξου παρελθόντος κ.λπ.

Αλλά και κάτι άλλο ακόμη.

Για μας που είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε τα έργα τέχνης στα μουσεία, με σχόλια να τα συνοδεύουν και που γίνονται όλο και περισσότερα, που μας εξηγούν πώς πρέπει να τα δούμε, γιατί αξίζουν, ποιες ήταν οι προθέσεις του καλλιτέχνη, ποια η θέση τους στην ιστορία της τέχνης κ.λπ., η στιγμή που ένα γλυπτό βγαίνει από τη γη και εμείς είμαστε από τους πρώτους θεατές (όπως νιώθει όποιος κοιτάζει αυτή τη φωτογραφία) είναι μια στιγμή πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Η επιστροφή στην αδιαμεσολάβητη σχέση με το έργο όταν δεν ξέρουμε ούτε το όνομα του δημιουργού του ούτε καν σε ποιον αιώνα ακριβώς ανήκει.

Μου αρέσει αυτός ο Αντίνοος ακουμπισμένος πάνω στα χώματα γιατί μας μαθαίνει ότι η τέχνη και η ομορφιά δεν γεννιούνται αναγκαστικά στον αφρό των κυμάτων όπως η γνωστή μας θεά, αλλά συχνά βγαίνουν μέσα από την άμορφη ύλη, τα χώματα και τις πέτρες, αυτός που κάνει αυτή τη φωτογραφία να ανήκει τόσο στον 19ο αιώνα όσο και στην τωρινή στιγμή.