Συνήθως πρόκειται για ένα τραύμα. Που, ανάλογα με το ταμπεραμέντο και τις λογοτεχνικές προθέσεις του συγγραφέα, δραματοποιείται ή αποδραματοποιείται, γίνεται συγγραφικός στόχος ή πρόφαση ή καμιά φορά και τα δύο.
Το αν η υποκατηγορία αυτή πράγματι υπάρχει και αν σε αυτή θα πρέπει να εντάξουμε και το νέο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ θα κριθεί πιο ψύχραιμα αργότερα. Το «Δέκα ζωές σε μία», που κυκλοφορεί τη Δευτέρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, έχει πάντως τόσο κοινά σημεία όσο και σημαντικές διαφορές από τα άλλα – που ούτε και εκείνα μοιάζουν αναγκαστικά μεταξύ τους.
Πέρα από το γεγονός ότι εδώ πρωταγωνίστρια είναι η πατρική και όχι η μητρική φιγούρα, ο Ευάγγελος Αβέρωφ – για τον οποίο, βέβαια, ο λόγος – έδρασε πολύ πρόσφατα και στην ουσία είναι ακόμη παρών στην πολιτική ζωή, όπως και στη συλλογική μνήμη. Στο βιβλίο του Χωμενίδη βαραίνει η πολιτική σκιά του παππού του, που ανήκε στην άλλη όχθη, του αντιστασιακού και υπαρχηγού τού Νίκου Ζαχαριάδη, Χρήστου Χωμενίδη, στο προπολεμικό ΚΚΕ, εκεί όμως μιλάμε για μια γενιά πίσω, ενώ πρωταγωνίστρια είναι η κόρη του Νίκη, μητέρα του συγγραφέα.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: Η Τατιάνα Αβέρωφ, έχοντας θητεύσει και στο λεγόμενο «ιστορικό μυθιστόρημα», έχοντας όμως και στα πρώτα της νιάτα, από το 1972 μέχρι το 1978 περίπου, κινηθεί πολιτικά – ως ανέντακτη – στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, αποφάσισε – εκ του αποτελέσματος προκύπτει αυτό – να κάνει μια «ντρίπλα». Από τις δέκα ζωές του Ευάγγελου Αβέρωφ παρουσιάζει τις πέντε – από το 1908 που γεννιέται μέχρι το 1947 που πρωτοεκλέγεται βουλευτής –, αφήνοντας μια αρκετά αόριστη υπόσχεση ότι σε επόμενο βιβλίο μπορεί να αφηγηθεί τις άλλες πέντε. Οι λόγοι πολλοί. Ενας θα μπορούσε να είναι ότι τα πολιτικά πάθη είναι ακόμα εδώ: δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους σημερινούς κυβερνώντες και έχοντες το πάνω χέρι στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας που μπορούν να θεωρηθούν, κυριολεκτικά ή καθ’ υπερβολήν, πνευματικά του τέκνα. Με πρώτο τον ίδιο τον σημερινό Πρωθυπουργό.
Τον άλλο, επίσης πολύ σημαντικό λόγο, τον εξηγεί η ίδια στο «Βιβλιοδρόμιο»: «Ηθελα να τον γνωρίσω καλύτερα, τον άνθρωπο ιδίως, όχι τον δημόσιο άνδρα, ερευνώντας και ανακαλύπτοντας μια παιδική και νεανική του ηλικία για την οποία δεν ήξερα τίποτα. Και η οποία εξηγεί τα πάντα». Εξού και στο βιβλίο δεν πρωταγωνιστεί ο Ευάγγελος, αλλά ο Λόλης, όπως τον φώναζαν οι δικοί του. Και μαζί πρωταγωνιστεί και μια άλλη εποχή, των τσιφλικάδων και των κολίγων, μιας φεουδαρχικής κοινωνίας που έπρεπε να γίνει αστική.
«Ηδη το 1939 υπάρχει ένα γράμμα του πατέρα μου στο οποίο γράφει ότι η Μόσχα είναι επικίνδυνη και ότι η θέση της Ελλάδας είναι με το δυτικό μπλοκ» λέει η Τατιάνα Αβέρωφ. Ωστόσο, λίγοι πια θυμούνται ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν εντάχθηκε εξαρχής στη δεξιά παράταξη. Στα νιάτα του ήταν θαυμαστής του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενώ η πρώτη του εκλογή στη Βουλή, το 1947, έγινε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου.
απίστευτη αυτοπεποίθηση, πολύ εύκολη επικοινωνία με τους ανθρώπους όλων των κοινωνικών κατηγοριών». Επίσης «είχε τεράστια μόρφωση και μνήμη. Θυμόταν ό,τι είχε διαβάσει. Κατείχε τη γαλλόφωνη λογοτεχνία και άλλες λογοτεχνίες από μετάφραση. Διάβαζε επίσης ιστορία, οικονομία. Είχε μια πλευρά εκλεπτυσμένου κοσμοπολίτη, περνούσε όμως καλά και στα πανηγύρια στο Μέτσοβο. Και τον ενδιέφερε πολύ να είναι και να φαίνεται έντιμος». Ομως «δεν είχε καλό αισθητήριο ως προς την ποιότητα των ανθρώπων γύρω του. Μάζευε πολλή σαβούρα. Αν του το επεσήμαινες για κάποιον, το μότο του ήταν “κάνει λιγότερα απ’ όσα πρέπει, περισσότερα απ’ όσα μπορεί”. Η πίστη και η αφοσίωση προς το πρόσωπό του τα συγχωρούσαν όλα. Υπήρχε ένας άθλιος περίγυρος».
Ο επίλογος
«Πατέρα, ποιος ήσουν, αλήθεια;»
Η Τατιάνα Αβέρωφ, που σπούδασε ψυχολογία για τα βγάλει πέρα με μια τόσο επιβλητική παρουσία, λέει ότι ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ. Το βιβλίο ήθελε να το γράψει καιρό, από τότε που τελείωσε το τρίτο της μυθιστόρημα – έχει γράψει τέσσερα. Και έκανε έξι χρόνια να το τελειώσει. Απευθυνόμενη προς αυτόν, στον εντυπωσιακό επίλογο του βιβλίου, καταλήγει γράφοντας: «Η αγάπη, λένε, θέλει δυο ολόκληρους ανθρώπους. Σε ασπάζομαι, πατέρα, τώρα πια μπορώ να σ’ αγαπήσω. Συγγνώμη που άργησα τόσο». Λίγο παραπάνω, στον ίδιο επίλογο που έχει τον τίτλο «Ασπασμός», γράφει: «Σε έχουν πει ακροδεξιό, σκληροπυρηνικό, γεφυροποιό, παλαιοκομματικό, φασίστα. Σε έχουν πει ευπατρίδη πολιτικό, οραματιστή, αναμορφωτή, ρεαλιστή, ιδεολόγο. Πολλοί πίνουν νερό στο όνομά σου, ακόμα και σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό σου.
Εχω νιώσει από νήπιο τη λατρεία και την απέχθεια στο πρόσωπό μου επειδή ήμουν παιδί σου. Εχω απορήσει μέχρι δακρύων που αποτύχαινα να κερδίσω το χαμόγελο της δασκάλας, όσο κι αν προσπαθούσα. Εχω ντραπεί μέχρι δακρύων για τα χαμόγελα και τα “μπράβο” που κέρδιζα χωρίς να τ’ αξίζω. Εμαθα να μισώ την πολιτική που εξορίζει τη λογική και τα κάνει όλα άσπρα ή μαύρα. Πώς άντεχες, αλήθεια; Ποιος ήσουν, αλήθεια; Ποια ήμουν εγώ, αλήθεια; Ποια αλήθεια;».