Εξήντα τέσσερα χρόνια ζωής μετράει ο νόμος που τιμωρεί ακόμα και με ισόβια κάθειρξη όσους βάζουν στην τσέπη τους δημόσιο χρήμα.

Τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής που επεξεργάζεται τον Ποινικό Κώδικα, το βασικότερο δηλαδή εργαλείο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, προτείνουν την αλλαγή του νομοθετικού αυτού πλαισίου, που ισοδυναμεί με το σπάσιμο των ισοβίων για τους δράστες οικονομικών εγκλημάτων εις βάρος του Δημοσίου.

Σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την απάντηση στο ερώτημα «ναι ή όχι στην κατάργηση του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου» είναι ότι με τις ενδεχόμενες αλλαγές υποχωρεί το νομικό στάτους των αυστηρών ποινών. Με βάση τον Ποινικό Κώδικα το ύψος της απειλούμενης ποινής καθορίζει και τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων. Ετσι, για τα αδικήματα που προβλέπεται ισόβια κάθειρξη ο χρόνος παραγραφής είναι 20 χρόνια ενώ όταν η επαπειλούμενη ποινή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη (5-20 χρόνια) ο χρόνος παραγραφής μειώνεται σημαντικά.

ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ. Στη σημερινή συγκυρία αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολλές και άκρως σημαντικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης θα σταματήσουν να διερευνώνται, αφού η ποινική δίωξη θα παύσει οριστικά λόγω παραγραφής. Αλλες πάλι υποθέσεις που δεν έχουν εξεταστεί θα περάσουν στο απυρόβλητο με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως λένε οι υπέρμαχοι του νόμου για το πολιτικό κόστος εκείνων που θα προκρίνουν τη διατήρηση ή την κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου.
Πρώτη η Ενωση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους το περασμένο καλοκαίρι είχε ζητήσει από την πολιτεία να μην προχωρήσει στην κατάργηση του επίμαχου νόμου, την ώρα μάλιστα που πολλοί κατηγορούμενοι επιστρέφουν πίσω κλεμμένα χρήματα του Δημοσίου.
Η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) σκοπεύει να υποβάλει το συντομότερο στον υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου επεξεργασμένες προτάσεις ενώ ο ίδιος ο υπουργός ακόμα δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του καθώς η πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτική.
Ο γενικός γραμματέας της ΕΕΕ Δημήτρης Ζημιανίτης μιλώντας στα «ΝΕΑ» επισημαίνει ότι «ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή (οικονομική κρίση, διερευνώμενες υποθέσεις κρατικής και μη διαφθοράς) ίσως είναι καιρός το ζήτημα να αντιμετωπιστεί σε ένα πλαίσιο που δεν θα περιλαμβάνει καταχρηστικά προβλεπόμενες και επιβαλλόμενες εξοντωτικές στερητικές τής ελευθερίας ποινές για απλώς περιουσιακής φύσης θιγόμενα έννομα αγαθά, αλλά θα χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μέσα (βραχύτερες ποινές, οικονομικές κυρώσεις, εκπτώσεις κ.λπ.) στο πνεύμα μιας γενικότερης αναμόρφωσης του Ποινικού Κώδικα για την οποία εντούτοις δεν είμαστε αισιόδοξοι».

Για τον εισαγγελικό λειτουργό μάλιστα είναι «αυτονόητο ότι η όποια μεταρρύθμιση θα πρέπει να λάβει υπόψη ζητήματα διαχρονικού δικαίου ώστε να μην επηρεαστεί η ποινική μεταχείριση εκκρεμών υποθέσεων και να μη δημιουργηθεί η πεπλανημένη εντύπωση νομοθέτησης ad hoc (σ.σ. δηλαδή για τον σκοπό αυτό)».

«ΝΑΙ» ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ. Η νομική κοινότητα πάλι ψηφίζει «ναι» στην κατάργηση του επίμαχου νόμου, τον οποίο στο σύνολό τους οι δικηγόροι χαρακτηρίζουν αναχρονιστικό επισημαίνοντας ότι πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν προβλέπεται ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της περιουσίας.
«O N. 1608/1950 θεσπίστηκε τη μεταπολεμική περίοδο που είχε εκδηλωθεί έξαρση του φαινομένου των καταχρήσεων της δημόσιας περιουσίας και το κράτος είχε σοβαρή αδυναμία προστασίας του λόγω έλλειψης οργάνωσης και μέσων. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει», εξηγεί ο δικηγόρος και ειδικός γραμματέας της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Βασίλης Χειρδάρης.
Ο ίδιος μεταφέροντας προσωπική εμπειρία προσθέτει: «Συμμετείχα σε δύο νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για κατάργηση του νόμου. Η πολιτική εξουσία δεν τόλμησε να το κάνει παρά τις εισηγήσεις των επιτροπών. Με το σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα που προβλέπει την κατάργηση των ισοβίων και την επιβολή κάθειρξης από 5-15 έτη, είναι ευκαιρία να εξορθολογιστεί η νομοθεσία.

Και μη νομίσετε ότι η αλλαγή του νόμου είναι ευνοϊκότερη. Λάθος προσέγγιση. Ο νέος Ποινικός Κώδικας προσθέτει στην πολυετή κάθειρξη και χρηματική ποινή. Και στη σημερινή κατάσταση τέτοια επιβάρυνση αποτελεί οικονομικό πυροβολισμό».

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάχρηση δημοσίου χρήματος αποτελεί αντικειμενικώς συμπεριφορά έντονου απαξιακού χαρακτήρα και ως εκ τούτου δικαίως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επιβαρυντική περίπτωση οικονομικού εγκλήματος και να τιμωρείται από την Πολιτεία αυστηρά», σύμφωνα με τον δικηγόρο Ηλία Μπίσια, ο οποίος ασχολείται με υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων. Η υφιστάμενη μορφή του νόμου κατά την άποψή του όμως «χαρακτηρίζεται προβληματική και χρήζει επικαιροποίησης με γνώμονα την προσαρμογή της στις επιταγές του Συντάγματος αλλά και στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη».

Και προσθέτει ότι «στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης τα εγκλήματα διαφθοράς τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης μέχρι 10 έτη, με παράλληλη επιβολή χρηματικών ποινών. Παρόμοιο καθεστώς με τον Ν. 1608/50 προβλέπει το κινεζικό δίκαιο».

Σημαντική παράμετρος

Στο ερώτημα «ναι ή όχι στην κατάργηση του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου» σημαντική παράμετρος είναι ότι με τις ενδεχόμενες αλλαγές υποχωρεί το νομικό στάτους των αυστηρών ποινών. Ο Ποινικός Κώδικας καθορίζει το ύψος της επαπειλούμενης ποινής και τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων. Για τα αδικήματα που προβλέπεται ισόβια κάθειρξη ο χρόνος παραγραφής είναι 20 χρόνια, ενώ όταν η επαπειλούμενη ποινή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη (5-20 χρόνια) ο χρόνος παραγραφής μειώνεται σημαντικά