Ηταν τα χρόνια της αθωότητας. Τότε που η Κωνσταντίνα Τάκαλου μετρούσε φιλίες, παιχνίδια στα ποτάμια και στα χωράφια. Το σκηνικό αυτών των αναμνήσεων είναι στο Ομορφοχώρι της Λάρισας και όσα έζησε εκεί η ηθοποιός τα θυμάται σαν «μετάλλια» εκτός σκηνής. Σίγουρα πιο πολύτιμα από εκείνα που έπαιρνε όταν ανέβαινε στο βάθρο ως διακριθείσα αθλήτρια του στίβου, στα 400 και στα 800 μέτρα. Γιατί υπήρξε και αυτό.

Ποια στιγμή, λοιπόν, προσβλήθηκε από το μικρόβιο, ή όπως αλλιώς το λένε, για το θέατρο; Οταν μάλιστα μεγαλώνει σε ένα σπίτι χωρίς τηλεόραση, στις παρυφές αυτής της βιομηχανικής πόλης; Η εξήγηση ίσως να βρίσκεται στη διαδρομή της από την πόλη του Θεσσαλικού Κάμπου μέχρι τις σκηνές των θεάτρων και την αναμέτρησή της με απαιτητικούς ρόλους δύσκολων έργων όπως «Μεφίστο», «Μάκβεθ», «Εντίτ Πιαφ».

Στην αρχή ήταν ο κόσμος της φαντασίας της. Οταν έκλεινε τα μάτια δεν έβλεπε μεγάλους ρόλους και κατάμεστα θέατρα αφού σε μικρή ηλικία δεν είχε ξεκαθαρίσει τι θα ήθελε να κάνει. Η εσωτερική κλίση για το θέατρο παρέμενε ακόμη νεφελώδης, χωρίς να έχει σχηματοποιηθεί. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι πρώτα έπαιξε θέατρο ως παιχνίδι στην κατασκήνωση και στη συνέχεια είδε μια ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση. Η «πρεμιέρα» λοιπόν έγινε με τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου.

Είναι τυχερή, λέει σήμερα, εξαιτίας του γεγονότος ότι βρίσκεται ακόμη κοντά στον πυρήνα εκείνων των αρχών και των οραμάτων. Δεν χρειάστηκε να ταλαιπωρηθεί, να δώσει χρόνο σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. «Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου είναι αναγκασμένοι να κάνουν άλλες δουλειές για να ζήσουν και να μπορούν να παίζουν τους ρόλους που θέλουν. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει για όλους. Πολλές φορές χρειάστηκε να ενταχθώ σε κάποια θεατρική ομάδα, να εργαστώ με ποσοστά και να πληρωθώ ελάχιστα έως καθόλου». Πιστεύει όμως πολύ στις διεργασίες του θεάτρου επειδή υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο τα πράγματα προχωρούν παρακάτω.

Τι είναι εκείνο που μπροστά σε τόσες δυσκολίες κάνει τον ηθοποιό να μένει ακλόνητος – αμετανόητος ίσως; – και να διατηρεί άσβεστη τη φλόγα που τον οδηγεί πάνω στο σανίδι; Δεν είναι μόνο ο ρομαντισμός, η αυταπάρνηση ή η ματαιοδοξία. Δεν φτάνουν αυτά για να σε κάνουν τόσο πιστό και επίμονο εργάτη της υποκριτικής. «Υπάρχει κάτι πιο βαθύ που κρατάει όση αντίσταση πρέπει και σε τροχοδρομεί ξανά στους δρόμους που ονειρευόσουν να περπατήσεις».

Ισως αν ρίξει κάποιος μια ματιά στην επαγγελματική τροχιά της Κωνσταντίνας Τάκαλου να ισχυριστεί – όχι αναίτια – ότι η τύχη ήταν γενναιόδωρη. Ταξίδια στον κόσμο και εμφανίσεις στις πιο ξακουστές σκηνές του πλανήτη. Από το 1994 που έφτασε στην Αθήνα – μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – μέχρι το 2001 οπότε πέτυχε στην οντισιόν του Θόδωρου Τερζόπουλου, του «μεγάλου δασκάλου» όπως τον αποκαλεί, είχε εφοδιαστεί με θεατρικές σπουδές στη σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου, του Ωδείου Αθηνών.

Η συνεργασία της με το Θέατρο Αττις την οδήγησε σε Ινδία και Ιαπωνία, στο Tadashi Suzuki και στο Grand City, στο Βερολίνο, στη Μόσχα και πάντα σε κατάμεστα θέατρα. Μετά το Αττις επιστρέφει στο Εθνικό, στην ομάδα του Στάθη Λιβαθινού για να συνεχίσει με μία σειρά από άλλες ξεχωριστές συνεργασίες. Ετσι, ο ρόλος της Πάμελα Βέντεκιντ στο «Μεφίστο» την έφερε κοντά σε έναν άνθρωπο που θαύμαζε και ήθελε να δουλέψει πάντα κοντά του. Ο Νίκος Μαστοράκης τής δείχνει δρόμους για να ανακαλύψει περισσότερες δυνατότητες, παγωμένες εντός της. «Εκείνο που ανακάλυψε είναι εκείνο που με γοητεύει. Η διαδικασία που ακολουθεί είναι ένα παιχνίδι αθωότητας. Σου εξηγεί το κείμενο και τον χαρακτήρα του ρόλου, αλλά σου δίνει ό,τι χρειάζεσαι για να ανακαλύψεις πώς μπορείς να φτάσεις πιο κοντά στον χαρακτήρα…». Κάπως έτσι θα συνεχίσει και η ίδια να τροφοδοτεί την αέναη δίψα για τις αναζητήσεις της.