Η νέα μεγάλη απειλή που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα θερινά σινεμά είναι η ψηφιακή εποχή, όπως υποστηρίζει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Guardian».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα θερινά σινεμά «κατάφεραν να επιβιώσουν από την έλευση της τηλεόρασης, την οικονομική κρίση, ακόμα και από τη ραγδαία δόμηση που μεταμόρφωσε τα αστικά κέντρα. Τώρα όμως οι θερινοί κινηματογράφοι της Ελλάδας –η πεμπτουσία της απόλαυσης στα μεγάλα καλοκαίρια της χώρας- έρχονται αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη απειλή που έχουν δεχθεί ποτέ: την ψηφιακή εποχή».

Μάλιστα η δημοσιογράφος που υπογράφει το σχετικό δημοσίευμα Έλενα Σμιθ, επισημαίνει ότι «ακόμα και στη χειρότερη στιγμή τους, τη δεκαετία του 1980 με την έλευση της βιντεοκασέτας, οι κινηματογράφοι κατάφεραν με κάποιον τρόπο να προσελκύουν τα πλήθη. Με ποπ κορν στα χέρια και κάτω από το φως του φεγγαριού, το κοινό εξακολουθούσε να προτιμά τα θερινά για να παρακολουθήσει εμπορικές ταινίες και κλασσικά έργα».

Ωστόσο, η παγκόσμια στροφή προς την ψηφιακή προβολή ταινιών αποτελεί σήμερα μια νέα πρόκληση. Ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου Cine Θησείον, που έχει ανακηρυχθεί επανειλημμένα το καλύτερο θερινό σινεμά στον κόσμο, μιλώντας στον Guardian εξήγησε πως απαιτούνται μεγάλες και δύσκολες αλλαγές.

«Η ψηφιακή τεχνολογία απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει σε υπαίθριους χώρους, κάτω από το φεγγάρι και τα αστέρια. Η ποιότητα είναι φρικτή», είπε ο 75χρονος ιδιοκτήτης της οικογενειακής επιχείρησης του θρυλικού Cine Θησείον, Θωμάς Μαρινάκης.

Ο κ. Μαρινάκης που υπήρξε αρχικά βοηθός ενός τεχνικού κινηματογράφου σε ηλικία 17 ετών, θεωρείται από πολλούς ο επικεφαλής των επιχειρηματιών κινηματογράφου στην Ελλάδα. Στη συνέντευξή του τονίζει ότι μέχρι σήμερα υπήρξε πρωτοπόρος στις αλλαγές που επέβαλε το πέρασμα του χρόνου.

Μάλιστα, το Cine Θησείον υπήρξε ο πρώτος θερινός κινηματογράφος που «αγκάλιασε» το διαδίκτυο, αναβάθμισε τις καρέκλες των θεατών, προσθέτοντας και τραπεζάκια, ενώ ενέταξε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα εμπορικές, αλλά και κλασσικές ταινίες.

Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Εχουμε κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσουμε την άνεση και να συμβαδίσουμε με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά αυτή η τελευταία αλλαγή δε με κρατάει ξύπνιο τα βράδια. Η πίεση από τα στούντιο και τις εταιρείες διανομής είναι μεγάλη, επειδή οι ψηφιακέ ταινίες έχουν πολύ μικρότερο κόστος. Ο φόβος μου είναι ότι αυτή η κατάσταση θα ρίξει έξω τις επιχειρήσεις μας».

Με τους νέους ψηφιακούς προβολείς να κοστίζουν 50.000 ευρώ, η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή είναι απαγορευτική για τους περισσότερους επιχειρηματίες. Με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα η κυβέρνηση δε φαίνεται να μπορεί να στηρίξει τις μικρές επιχειρήσει και οι ιδιοκτήτες θερινών κινηματογράφων στρέφονται πλέον στους διανομείς για βοήθεια.

Ο Αλκης Γούναρης, πρόεδρος της Ένωσης Επαγγελματιών Θερινών Κινηματογράφων μιλώντας για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι θερινοί κινηματογράφοι αναφέρει ότι «σε αντίθεση με τις χειμερινές αίθουσες, τα θερινά σινεμά δουλεύουν μόνο τρεις μήνες τον χρόνο και το εισιτήριο δεν υπερβαίνει τα 8 ευρώ, επομένως οι επιχειρήσεις αυτές έχουν κέρδος με δυσκολία. Θα χρειαστούν πέντε με έξι χρόνια για να συγκεντρωθεί το ποσό για την αγορά ενός ψηφιακού προτζέκτορα».

Η φετινή χρονιά επεφύλασσε ακόμα περισσότερες δυσκολίες στους κινηματογράφους, καθώς η κίνηση μειώθηκε κατά 20% λόγω της κακοκαιρίας και του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Στο ευρύ κλίμα ανησυχίας των επιχειρήσεων για την κατάργηση του φιλμ και το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή, ο Μάρτιν Σκορσέζε εξέφρασε τη στήριξή του προς τους επιχειρηματίες.

Ο 71χρονος ιταλοαμερικανός σκηνοθέτης και ένθερμος υποστηρικτής του σελιλόιντ μετά τη συμφωνία της Kodak με μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ να συνεχίσει την παραγωγή φιλμ, ανέφερε σε μία δήλωσή του: «Το φιλμ ακόμα και τώρα προσφέρει μια πιο πλούσια παλέτα από την προβολή υψηλής ευκρίνειας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το φιλμ είναι αποδεδειγμένα το καλύτερο μέσο συντήρησης ταινιών και ξέρουμε ότι θα διαρκέσει με κατάλληλη αποθήκευση και φροντίδα, κάτι που δεν εγγυάται η ψηφιακή πληροφορία».

Με αφορμή αυτές τις δηλώσεις, το βρετανικό δημοσίευμα κλείνει με την ελπίδα του κύριου Μαρινάκη ότι μόνο με την επέμβαση των ίδιων των σκηνοθετών, όπως του Σκορσέζε, μπορεί να σωθούν οι επιχειρήσεις όσων αντιστέκονται στην ψηφιακή εποχή.