Ακόμη κι ένα ποίημα αν έχει διαβάσει κανείς του Νίκου Καββαδία, δεν θα του φανεί καθόλου περίεργη μια εξαιρετική για οποιονδήποτε άλλον σύμπτωση: να συνδέονται και οι τρεις τόποι που έχουν σχέση με τα παιδικά του χρόνια με τη θάλασσα. Είτε πρόκειται για τη Μαντζουρία όπου γεννήθηκε το 1910, είτε για την Κεφαλονιά όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ο Καββαδίας ήταν τεσσάρων μόλις χρόνων, είτε για τον Πειραιά όπου θα ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές (έχοντας για συμμαθητή του τα χρόνια αυτά τον Γιάννη Τσαρούχη που είχε γεννηθεί επίσης το 1910).
Μια ακόμη παρατήρηση σε σχέση με τη θάλασσα: Οσα χρόνια θα μείνει σαν παιδί στην Κεφαλονιά με την οικογένειά του (στο Αργοστόλι πιο συγκεκριμένα) άλλα τόσα θα μείνει και στον Πειραιά. Εχουμε φτάσει στα 1929 όταν ο Νίκος Καββαδίας έχει αρχίσει να δουλεύει σε φορτηγά πλοία. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε ούτε μία ημέρα που να μην είναι σε επαφή με το υγρό στοιχείο, στοιχείο που δεν κυριαρχεί μόνο στην ποίησή του, αλλά και στον χαρακτήρα του ως ανθρώπου. Ενας κατ’ εξοχήν συναισθηματικός χαρακτήρας, όπως το επιβεβαιώνουν, πέραν της ποίησης του, όλες οι μαρτυρίες και όλα τα ντοκουμέντα της ζωής του σε σχέση με τους άλλους. Κι ενώ πρόκειται για κάτι φυσικό όταν αφορά τους οικείους του, είναι το αποκλειστικό κλίμα στην επαφή του με γνωστούς του ή αγνώστους του, με συγγενείς ή ομοτέχνους του (με ποιητές κουμπωμένους στις σχέσεις τους όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ανοιχτούς και επικοινωνιακούς όπως η Αλκη Ζέη).
Ενα στοιχείο λοιπόν του Καββαδία –το συναισθηματικό –που με έναν έμμεσο τρόπο επηρεάζει και τους πιο αυστηρούς μελετητές του, ώστε ένας κριτικός, ο Φώτος Πολίτης (ο γνωστός θεατράνθρωπος και σκηνοθέτης), που απόφευγε το συναίσθημα όπως ο διάβολος το λιβάνι να γράψει για το πασίγνωστο ποίημα του Καββαδία, που αναφέρεται στον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, τον Γουίλ: «Τι ολοζώντανη εικόνα ανθρώπου με τόσο λίγα λόγια. Χωρίς φιλολογία, χωρίς άβουλο ψάξιμο, έχουν ξεδιαλεχτεί από τον θησαυρό της μνήμης τα πιο ενδεικτικά χαρακτηριστικά του μαύρου θερμαστή, και καθώς περιβάλλει αγάπη και συμπόνοια την εξωτική μορφή του, ο νέγρος από το Τζιμπουτί γίνεται με μιας αδελφός μας. Γιατί να μην προσευχηθούμε κι εμείς μαζί με τον ποιητή στον θεό των μαύρων για την υγειά του Γουίλ, σε έναν θεό που θα ‘ναι σίγουρα κοντύτερά του και θα νιώθει καλά την βασανισμένη του ψυχή;».
Το κείμενο του Φώτου Πολίτη για τον Νίκο Καββαδία υπογραμμίζει ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν στεγανά κι ότι συναισθηματική ή διανοητική μια ποίηση μπορεί να είναι εξίσου σπουδαία, φτάνει να έχει ταλέντο ο ποιητής. Πώς όμως γίνεται να λογαριάζουμε ως γενέτειρα του Καββαδία την Κεφαλονιά όταν έζησε σε αυτήν εφτά μόνο χρόνια, από το 1914 ώς το 1921; Αν και οφθαλμοφανές, να το εξηγήσουμε. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η οικογένειά του είχε τις ρίζες της στο νησί αυτό, το γνωστό επίσης από μια πλειάδα ποιητών και πνευματικών δημιουργών που κοσμούν την ελληνική γραμματεία. Οταν τα πιο κρίσιμα χρόνια των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων, είναι τα εφτά αυτά χρόνια κι όταν το σύνολο των χρόνων της ζωής του ώσπου να γίνει η θάλασσα ο αποκλειστικός τρόπος για να υπάρξει είναι δεκαεννιά μόνο χρόνια, μπορεί η Κεφαλονιά να τον διεκδικεί ως γενέτειρα και μάλιστα εξόχως καθοριστική σε σχέση με τις υπαρξιακές και επαγγελματικές του επιλογές.
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η ναυτική του σταδιοδρομία άρχισε στα 1929, ενώ ήταν μόλις δεκαεννέα χρόνων, θα πρέπει να φοίτησε ελάχιστα στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, ούτε καν χρόνο, όπου είχε δώσει με επιτυχία εξετάσεις. Συμπλήρωνε ήδη μια δεκαετία το 1939 δουλεύοντας στα καράβια, όταν παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή, αλλά η περίοδος του Πολέμου (όπου θα δουλέψει ως διαβιβαστής) και της Κατοχής, θα είναι και η μοναδική που θα μείνει στην Αθήνα, ως ενεργό μέλος εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων.
Αλλοτε φορτηγά και άλλοτε επιβατηγά είναι τα πλοία όπου θα εργαστεί αμέσως μετά τον Πόλεμο ώς τον θάνατό του (1975). Αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται ένας άνθρωπος τόσο συναισθηματικός που καθώς φαίνεται από τα ποιήματά του (φτάνει να προσέξεις ακόμα και τις αφιερώσεις του) αλλά και από τις επιστολές του έναν τόσο μεγάλο ρόλο παίζουν στη ζωή του οι άλλοι, αποφασίζει να ζήσει τελικά μακριά τους. Οταν, επιπλέον, το να γράφεις ποιήματα και να θεωρείς τόσο σοβαρή υπόθεση την ποίηση στη ζωή σου –γεγονός που δεν μένει ανεπίδοτο, αφού η πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή «Μαραμπού», που εξεδόθη το 1933, ενώ ο Καββαδίας ήταν μόλις είκοσι τριών χρόνων, συναντά την ομόθυμη αποδοχή του κοινού και των κριτικών -, σε θέλει να ζεις σε σχέση μ’ ένα κέντρο πνευματικό και όχι βέβαια ως ερημίτης, όπως είναι για τη ζωή ενός ποιητή η δουλειά στα καράβια.
Πάντως είτε τον διέκρινε τον Καββαδία η πρώιμη σοφία ότι ζεις τους άλλους που τόσο αγαπάς πολύ πληρέστερα όταν είσαι μακριά τους, είτε θα ήταν αδύνατον να ζήσει ως ποιητής που μένει κι εργάζεται στην πόλη τη ζωή του περιθωριακού και αποσυνάγωγου που τόσο τον ενδιέφερε, παραμένει κι από την άποψη αυτή ο ίδιος ακόμη πιο καθαρόαιμος ως ποιητής. Φαίνεται το ίδιο το βίωμα τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο, διαφορετικά δεν θα γινόταν να έχουμε με τα ποιήματά του μια σειρά έξοχων περιθωριακών μορφών που ο καθένας θα ήθελε να τους συναντήσει και να τους συναναστραφεί, αλλά συνήθως μένει με τηην εντύπωση ότι πρόκειται για μορφές που υπάρχουν μόνο στα ποιήματα και στα μυθιστορήματα.
Ετσι ή αλλιώς, στον Νίκο Καββαδία ταιριάζει γάντι ο χαρακτηρισμός που για έναν άλλον ποιητή, τον Αλέξανδρο Μάτσα, διατύπωσε ο Γιάννης Τσαρούχης, πως «πρόκειται για έναν ποιητή που δεν συνέπεσε με τους σαχλούς αστούς». Μια μαρτυρία ακόμη ότι ο Νίκος Καββαδίας δεν συνέπεσε με τους σαχλούς αστούς, αφού εκθειάζει έναν Κεφαλονίτη που ο βίος του θα έκανε έναν αστό να του σηκωθεί η τρίχα, είναι το ποίημά του «Νανούρισμα για μωρά και για γέρους». Λίγοι στίχοι του:
«Μα ένας Κεφαλλονίτης/ Κειοπίσω απ’ τη Δολίχα/ τραμπάκουλο αρματώνει/ Και το βαφτίζει Τρίχα./ Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα/ Δίχως μπούσουλα και χάρτα/ Κατεβάζει τα πινά του/ Και ψειρίζει τ’ αχαμνά του./ Τονε πιάνουνε κουρσάροι/ μα τους τάραξε στο ζάρι/ Ομως βρέθηκε στο αμπάρι/ όλο φούντα και μπουμπάρι./ Αφού το μοσκοπούλησε,/ στη λίρα κολυμπάει./ Τσου χαιρετάει Κινέζικα/ και πάει για τη Μπομπάη».