Ο βραβευμένος βρετανός συγγραφέας μιλάει για τα στραβά του Διαδικτύου, τη σοβαρότητα του κωμικού μυθιστορήματος και τους κινδύνους που αυτό αντιμετωπίζει

Παρότι σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού του Χάουαρντ Τζέικομπσον βρίσκεται ένα βραβείο Μπούκερ, μερικοί τον παίνεψαν μόλις προ ημερών για ένα άρθρο του που υποστήριζε την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Για χρόνια, έγραφε ο 71χρονος Βρετανός με τις εβραϊκές ρίζες, τον απωθούσε η εικόνα του Αντονι Κουίν ως Ζορμπά γεμάτου αρσενική ζωτικότητα –και από μια άποψη τα είχε τα δίκια του. Αντίθετα λοιπόν από συναδέλφους του που έρχονταν στην Ελλάδα μαγεμένοι, εκείνος αρνιόταν, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα ότι τα «ελγίνεια» είναι πλέον βρετανικά. Μέχρι πρόσφατα που επισκέφθηκε την Ακρόπολη, αντιλήφθηκε τι συμβαίνει και σχεδόν αποφάσισε να τα επιστρέψει ο ίδιος. Βρισκόταν εδώ για να προωθήσει τα βιβλία του και στο μεταξύ απαντούσε και σε κλισέ ερωτήσεις για άλλες, λιγότερο σημαντικές εικόνες που κατέγραφε το συγγραφικό του μάτι: πέραν της επιβεβαίωσης στερεοτύπων περί φιλοξενίας, εντυπωσιάστηκε, έλεγε, από τα απαλά και καλοσυνάτα καστανά μάτια που έχουν όλοι. «Και εσύ», ρωτούσε αστειευόμενος, «γιατί έχεις απαλά και καλοσυνάτα καστανά μάτια;».

Εντάξει, τις πρώτες ημέρες δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με πολλά. Αν οι εκδόσεις βρίσκονταν στο οικονομικό απυρόβλητο, θα μιλούσαμε για περιοδείες αναψυχής συγγραφέων –ακόμα και του ίδιου όμως του Τζέικομπσον το τελευταίο βιβλίο, η «Αστική ζωολογία», περιλαμβάνει έναν αυτόχειρα εκδότη, έναν ατζέντη που κρύβεται συνεχώς και έναν συγγραφέα, τον Γκάι Εϊμπλμαν, που φοβάται ότι το διάβασμα (ειδικά των δικών του βιβλίων) είναι ξοφλημένη υπόθεση. Είναι; Θα μπορούσε έλεγε στα «ΝΕΑ» ο δημιουργός του. Οχι ότι το μυθιστόρημα πεθαίνει («ίσα ίσα, δεδομένου ότι γράφονται ενδιαφέροντα πράγματα, ότι τα εμπιστευόμαστε και ότι μου παίρνετε συνέντευξη, νομίζω ότι είναι πολύ υγιές»), απλώς, κανείς δεν πολυθέλει να διαβάσει. Εν μέρει, φταίει το ρημάδι το Ιντερνετ. Οταν μεγάλωνε εκείνος υπήρχε η τηλεόραση, ενώ τώρα υπάρχουν κάθε είδους οθόνες. «Δεν μπορείς όμως να διαβάζεις σε αυτές. Δεν μπορείς να χύσεις καφέ στο kindle, να το χρησιμοποιήσεις για προσκεφάλι. Είναι το τέλος του βιβλίου».

Βαριά κουβέντα που γινόταν ακόμα βαρύτερη όταν στρεφόταν στην ευθύνη του κοινού. «Στον εκδημοκρατισμό του Ιντερνετ, κάθε αναγνώστης νομίζει ότι δουλειά του δεν είναι να μάθει κάτι από ένα βιβλίο, αλλά να του βάλει πέντε ή δύο αστέρια. Τους ενδιαφέρει να μου δώσουν αστέρια, για όνομα του Θεού, ή να μου αφαιρέσουν, λες και δεν έχουν γλώσσα ή σκέψη» διαμαρτυρόταν ο Βρετανός. Κάπως έτσι χάθηκε το πρότυπο του βιβλιοφάγου που εκπαιδεύεται, χάριν εκείνου που «του αρέσει / δεν του αρέσει ένας χαρακτήρας». Δεν γίνεται όμως να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις με τον Αμλετ. Οι συγγραφείς δεν πιστεύουν, εξερευνούν. Φταίνε βέβαια κι εκείνοι και το ότι ο Γκάι είναι ένας εξημερωμένος λογοτέχνης που λαχταρά τη ζωή ενός Χέμινγουεϊ, αντανακλά ένα πρόβλημα. «Αν και είμαι λίγο φοβιτσιάρης και ζω στη μέση του Λονδίνου, έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι δεν σοκάρονται πια» παρατηρούσε ο Τζέικομπσον. «Ο Γκάι ονειρεύεται μια υπερβατική λογοτεχνία, ένα βιβλίο ικανό να σοκάρει. Κάποτε είχαμε έναν Χένρι Μίλερ, μια «Λολίτα», ένα «Σύνδρομο Πόρτνοϊ», έναν «Σελίν», έναν Ουελμπέκ. Από πότε έχουμε να διαβάσουμε κάτι τέτοιο; Ποιο ήταν το τελευταίο υπερβατικό μυθιστόρημα;».

Το τελευταίο δικό του πριν από τη «Ζωολογία» πάντως, ήταν η «Περίπτωση Φίνκλερ»: ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας διερευνά «τη σημασία του να είσαι Εβραίος» και που καταγράφηκε ως το πρώτο βραβευμένο με Μπούκερ κωμικό μυθιστόρημα. Αλλο είχε τα πρωτεία, το χειρότερο όμως ήταν που αυτή η ταξινόμηση έκρυβε την πεποίθηση ότι κάτι αστείο δεν είναι πολύ σπουδαίο. «Η κωμωδία δεν χαίρει μεγάλης εκτίμησης στον λογοτεχνικό κόσμο και αυτό είναι γελοίο, αν θυμηθείς ότι το μυθιστόρημα ξεκίνησε με τον Ραμπελέ ή τον Θερβάντες» εξηγούσε ο συγγραφέας. «Το να γελάς είναι από τις μεγάλες στιγμές της ανάγνωσης», έλεγε, «στον λογοτεχνικό κόσμο όμως σαν να μην αρέσει αυτό. Λες και είναι η λογοτεχνία κάτι το θρησκόληπτο». Το δικό του χιούμορ διαμορφώθηκε σε αγγλικό περιβάλλον, από τις εβραϊκές του καταβολές ωστόσο απέκτησε το επικάλυμμά του. Οχι, οι τελευταίες, δεν περιλάμβαναν πολλή θρησκεία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε μερικές ημέρες νωρίτερα να συμμετάσχει σε εκδήλωση μεγάλου βιβλιοπωλείου με θέμα τον Θεό και να κάνει δηλώσεις όπως «ένα ωραίο βιβλίο δεν έχει ανθρώπους που ανταμείβονται ή κολάζονται, αλλά ήρωες που δεν ξέρεις πάντα αν είναι καλοί ή κακοί». Παρατηρώντας μάλιστα την Ευρώπη, βλέποντας την Ακροδεξιά να καλπάζει, εξομολογιόταν στο «Βιβλιοδρόμιο» ότι φοβάται μήπως «ο αντισημιτισμός είναι μια μόνιμη πραγματικότητα, μια πάγια κατάσταση της ανθρωπότητας».

Μέχρι και άρθρο στο Kindle έφτασε να γράψει για την ανησυχία του. Με αφορμή επίσης τους εορτασμούς για τα 450 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου του Σαίξπηρ, ανέλαβε να μεταγράψει τον «Εμπορο της Βενετίας» σε σύγχρονο μυθιστόρημα, όχι για να σώσει (όπως έχει ειπωθεί ότι χρειάζεται) τον Σάιλοκ από μια εποχή χωρίς πολλές εδώ που τα λέμε γνώσεις για τους Εβραίους, αλλά για να τονίσει πράγματα που ο ελισαβετιανός δραματουργός δεν θα μπορούσε να γνωρίζει. Είναι ένα πρότζεκτ που μάλλον απαιτεί τόσο τη συγγραφική ιδιότητα του Τζέικομπσον όσο και την πρότερη ακαδημαϊκή του, σε πανεπιστήμια όπως το Κέιμπριτζ. Και ίσως επειδή με την πρώτη ο ίδιος ασχολήθηκε συγκριτικά αργούτσικα (το πρώτο μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε στα σαράντα του), στους νέους συγγραφείς πρότεινε να αρχίσουν μόνο όταν αισθάνονται έτοιμοι. «Πρώτη συμβουλή είναι «διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε»» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Υπάρχει όμως και η επικίνδυνη στιγμή, στην οποία έχεις διαβάσει υπερβολικά πολύ, ας πούμε τον Προυστ και νομίζεις ότι θα ακουστείς ακριβώς σαν αυτόν. Ε, τότε, πρέπει να σταματήσεις».