Οπως έκανε και το 2012, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ ακύρωσε την (προγραμματισμένη από το Φεστιβάλ) συνέντευξη Τύπου για την ταινία του «Αντίο στη γλώσσα» και αντ’ αυτού έστειλε ένα βιντεάκι οκτώ λεπτών διανθισμένο με αποσπάσματα από παλαιότερες ταινίες του (ανάμεσα τους τα «Αλφαβιλ» και «Γερμανία, έτος 90» –και τα δύο με κεντρικό ήρωα τον Λέμι Κόσιον) αφήνοντας τους υπόλοιπους να ξύνουν νευρικά το κεφάλι προσπαθώντας να βγάλουν άκρη.
Κακά τα ψέματα, οι ταινίες του Γκοντάρ σήμερα δεν είναι παρά τα οπτικά παραληρήματα μιας τιτάνιων διαστάσεων ιδιοφυΐας που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει το παραμικρό αφηγηματικό πρόσχημα. Και γιατί να το κάνει; Αν κάτσουμε να σκεφτούμε πόσες φορές έχει αποδομήσει το ίδιο το σινεμά στη φιλμογραφία του ο Γκοντάρ, θα χάσουμε τη λογική μας πριν από το μέτρημα. Το μόνο που απομένει είναι τα λόγια του. Σε μετάφραση από τα γαλλικά: «Αγαπητέ Πρόεδρε, αγαπητέ Διευθυντή, αγαπητοί παλιοί μου σύντροφοι.

Ευχαριστώ που με καλέσατε ακόμη μια φορά, να ανέβω τα είκοσι τέσσερα σεβάσμια σκαλοπάτια σας, και να χαθώ λίγο μέσα στο κοπάδι μία φορά το δευτερόλεπτο –εκεί όπου ακόμη νομίζετε πως είμαι. Αλλά δεν συμμετέχω πια στο καστ, όπως γνωρίζετε. Λοιπόν, δεν είμαι εδώ και καιρό εκεί όπου νομίζετε πως είμαι. Στη πραγματικότητα ακολουθώ άλλες πίστες. Ορίστε κάποια μέρη στα οποία κατοικώ, άλλοτε για πολλά χρόνια, άλλοτε για κάποιες στιγμές, υπό την παρουσία του παράξενου Εκκλησιαστή που μουρμουρίζει πως ό,τι υπάρξει ήδη ήταν εδώ. Καταπληκτικό δεν είναι; Από δω και πέρα, λοιπόν, θα πηγαίνω εκεί όπου έμεινα/έχω μείνει/παραμείνει. Στις δε επόμενες και τις προηγούμενες διακοπές συχνά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι των αρχών του ολοκληρωτισμού από όπου ο Ζαν Καβαγιές αντιμετώπισε με σθένος, δυστυχώς, την Γκεστάπο». Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. (Το ωραίο είναι πως Ελληνας –τολμηρός –διανομέας «τσίμπησε» το τρισδιάστατο νέο του φιλμ).

Στις Κάννες όμως δεν έρχεσαι μόνο για να δεις σπαζοκεφαλιές τέτοιου είδους. Ερχεσαι επίσης για να χαζέψεις με κάποιο αριστούργημα. Αλλά και για να γιουχάρεις, όταν η ταινία το επιτάσσει. Και αυτό έγινε χθες το πρωί στην πρώτη προβολή τού «The Search» του Μισέλ Χαζναβισιούς (Οσκαρ για το «The Artist») όπου το Palais Du Cinema κόντεψε να γκρεμιστεί από το κράξιμο. Βασισμένος στην ομώνυμη ταινία που ο Φρεντ Τσίνεμαν γύρισε το 1949, ο Χαζναβισιούς είχε τη φαεινή ιδέα να μεταφέρει τη δράση στην Τσετσενία του 1999 και πάνω σ’ αυτό το χρονικό μοτίβο να στήσει τρεις «ανθρώπινες» ιστορίες.
Ελα όμως που η πολιτική του ματιά είναι χονδροειδής και αφελέστατη: Από τη μια, οι Τσετσένοι, φιλήσυχοι οικογενειάρχες που κάθε μία στις δύο ατάκες τους μοιάζει με παλιό γνωμικό που στάζει λαϊκή σοφία. Και από την άλλη, οι Ρώσοι, πιο βάρβαροι κι από λιμασμένο κανίβαλο: θα έπρεπε να μορφάζουν και να κραυγάζουν σαράντα φορές λιγότερο για να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «καρικατούρα». Μέσα σε όλο αυτό το χάος, η Μπερενίζ Μπεζό και η Ανέτ Μπένινγκ κάνουν ό,τι μπορούν (ιδίως η τελευταία, η οποία είναι και η μόνη που ουσιαστικά σώζεται σ’ αυτό το άνευ προηγουμένου ναυάγιο).

Στην βραδινή πρεμιέρα της ταινίας, πάντως, όλες οι ωραίες παρουσίες (μοντέλα όπως η Κάρα Ντελεβίν και η Ρόζι Χάντινγκτον-Γουίτλι) επισκιάστηκαν από την 56χρονη Σάρον Στόουν που για μία ακόμη φορά έκλεψε την παράσταση.

Ζανγκ Γιμού

Ξανά με την Γκονγκ Λι

Την ίδια ώρα που η Σοφία Λόρεν έδινε ένα ξεχωριστό masterclass (όπου έγινε ο κακός χαμός) προβλήθηκε το «Πηγαίνοντας σπίτι» του Ζανγκ Γιμού, ο οποίος έπειτα από χρόνια ξαναβρέθηκε με τη μούσα – και κάποτε σύντροφό του – Γκονγκ Λι. Η οποία ενσαρκώνει μια γυναίκα που μεγαλώνει την κόρη της υποφέροντας από αμνησία. Δεν θυμάται δηλαδή πως δέκα χρόνια πριν «κάρφωσε» τον σύζυγό της που έχει μόλις δραπετεύσει από στρατόπεδο εργασίας. Μελόδραμα και πολιτικό σχόλιο σε μια ταινία φιλόδοξη και εντυπωσιακή.