«Η νέα Ελλάδα γεννιέται». Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της προεκλογικής καμπάνιας της Νέας Δημοκρατίας, για το οποίο αναλαμβάνει να πείσει προσωπικά ο Πρωθυπουργός στις δημόσιες εμφανίσεις του. Η αγωνία αναζήτησης ενός θετικού μηνύματος, ύστερα από μια τετραετία κακών ειδήσεων, ήταν άλλωστε εμφανής σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, οδηγώντας συχνά σε αδέξιες κινήσεις.

Παράλληλα, οι δημοσκοπήσεις, η αξιοπιστία τους και το κρυμμένο μήνυμά τους κυριάρχησαν στην ατζέντα. Οι περισσότερες αναγνώσεις καταλήγουν στο ότι αυτό που επικρατεί είναι η επιθυμία του κόσμου για την περίφημη «σταθερότητα». Τι σημαίνει όμως σταθερότητα, και για ποιους; Για την εξασθενημένη μεσαία τάξη που προσδοκά μια σχετική σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης και της κοινωνικής της θέσης; Ή για όσους η διαιώνιση της ανεργίας ή της ευκαιριακής απασχόλησης απειλεί με κοινωνικό αποκλεισμό; Από την άλλη πλευρά, μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος φαίνεται να απουσιάζει από τις δημοσκοπήσεις. Πολλοί είναι εκείνοι που σιωπούν, με αποτέλεσμα η αδιευκρίνιστη ψήφος να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα. Αλλά και πολλοί είναι εκείνοι που δεν εντοπίζονται με τις παραδοσιακές μεθόδους από τις διενεργούμενες έρευνες, καθώς η κρίση έχει αλλάξει τις συνήθειες σε κρίσιμες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι νέοι. Είναι δύσκολο λοιπόν να έχουμε απάντηση στο ερώτημα πώς κατανοούν αυτές οι ομάδες τη σταθερότητα.

Πέρα από τις ανάγκες της προεκλογικής περιόδου, το νεοδημοκρατικό αφήγημα της Νέας Ελλάδας επιχειρεί να προσφέρει αυτό που λείπει από το σημερινό σκηνικό, έναν ηγεμονικό λόγο που θα υπηρετήσει ένα ηγεμονικό κόμμα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται, εξάλλου, και τα σενάρια για αλλαγή ονόματος και μετασχηματισμό του κυρίαρχου κόμματος της Κεντροδεξιάς. Δύο χρόνια μετά τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012, το πολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να έχει την ίδια εικόνα κατακερματισμού και ρευστότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι τίποτα δεν άλλαξε στο διάστημα που μεσολάβησε. Η πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα των εκλογών του 2014 δεν είναι ίδια με εκείνη του 2012. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, η Ελλάδα συζητά τα χαρακτηριστικά της μεταμνημονιακής εποχής, όχι ως κατ’ ανάγκην αισιόδοξη προοπτική, αλλά ως de facto πραγματικότητα. Αυτό που ακόμη λείπει είναι το κυρίαρχο αφήγημα σε μια χώρα που δείχνει να απέφυγε τη χρεοκοπία, αλλά αντιμετωπίζει οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η ηγεμονία παραμένει μετέωρη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, ενώ Κέντρο και Κεντροαριστερά αναζητούν τον ρόλο τους.

Στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκε η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης από τη Νέα Δημοκρατία ως μέσο επίτευξης πολιτικών και κομματικών στόχων. Η παρουσίασή της συνδύαζε μεγαλεπήβολους στόχους, επικοινωνιακό εντυπωσιασμό και ελαφρότητα στους χειρισμούς. Ως έκφραση ελαφρότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί η συμπερίληψη προτάσεων στο Σύνταγμα που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο απλής νομοθετικής ρύθμισης. Ανάλογη ελαφρότητα, χωρίς να είναι ιδεολογικά αθώα, συνιστά η πρόταση για τη συνταγματική προστασία της εθνικής ταυτότητας και γλώσσας. Αν δεν απευθυνόταν στα φοβικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά του εκλογικού ακροατηρίου, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αστεϊσμός. Τι είναι άραγε αυτό που απειλεί την εθνική μας ταυτότητα και τι είδους άμυνα μπορεί να προσφέρει το Σύνταγμα;

Από την άλλη πλευρά, η δέσμη προτάσεων, που εξαγγέλθηκε, στηριζόταν σε μια σειρά προταγμάτων τα οποία προβλήθηκαν στη διάρκεια αυτής της κρίσης ως απάντηση στην ελληνική κακοδαιμονία, όπως η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με απόδοση χαρακτηριστικών προεδρικής δημοκρατίας στο πολίτευμα της χώρας, η στιβαρότητα στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής με το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού, η δαιμονοποίηση του «πολιτικού κόστους» και των «συντεχνιών».

Απρόθυμος να δημιουργήσει μια σύγχρονη κεντροδεξιά παράταξη, που να κρατά σαφείς αποστάσεις τόσο από την Ακρα Δεξιά όσο και από τον ακραίο εθνικισμό, ο Πρωθυπουργός διακηρύσσει πως κάνει την Ελλάδα «μια φυσιολογική χώρα». Την ίδια στιγμή, το 81% των Ελλήνων, σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, απαντά πως τα πράγματα στη χώρα «κινούνται στη λάθος κατεύθυνση» (ΕΒ80, φθινόπωρο 2013). Η εκβιαστική αισιοδοξία είναι μάλλον δύσκολο να προκύψει με «εντολή Σαμαρά». Και η νέα Ελλάδα, που αναδύεται, μοιάζει περισσότερο με μια κουρασμένη χώρα.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο