Δεν ήταν το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Οτάβα ή στο Σαν Φρανσίσκο που σκέπασε με ομίχλη το Χάιντ Παρκ του Λονδίνου στις 4.20 το απόγευμα της Κυριακής. Αντίθετα, το φαινόμενο προκλήθηκε από μία απολύτως συντονισμένη κίνηση: την ώρα που ο περισσότερος κόσμος γιόρταζε την Ανάσταση του Κυρίου, κάποιοι χιλιάδες άνθρωποι σε διάφορα μέρη του πλανήτη άναβαν όλοι μαζί ένα τσιγαριλίκι για να εκφράσουν την υποστήριξή τους στη νομιμοποίηση της κάνναβης. Ηταν μια συλλογική πράξη πολιτικής ανυπακοής που φυσικά έμεινε ατιμώρητη. Η αστυνομία του Λονδίνου περιορίστηκε στην κάπως σουρεαλιστική τοποθέτηση στις εισόδους του πάρκου πινακίδων που ενημέρωναν τους διαδηλωτές γι’ αυτό εναντίον του οποίου διαδήλωναν: ότι η κάνναβη είναι παράνομη.

Οι προειδοποιητικές πινακίδες είναι μόνο ένα δείγμα του γεγονότος ότι οι υπερασπιστές της νομιμοποίησης κινούνται στη σφαίρα της λογικής, ενώ οι Αρχές στη σφαίρα του παραλόγου παρότι θεωρητικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Ακόμη και η επιλογή της ημερομηνίας (20 Απριλίου ή 4-20 για τους Αγγλοσάξονες) και της ώρας (4.20) υπακούει σε μια λογική αλληλουχία. Η «420 Day», μας πληροφορεί η Ρεπούμπλικα, γεννήθηκε ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 1971 όταν πέντε φίλοι έδωσαν ραντεβού στις 4.20 για να αναζητήσουν ένα χωράφι σπαρμένο με κάνναβη κάπου έξω από το Σαν Φρανσίσκο.

Ο «θησαυρός» δεν βρέθηκε ποτέ. Το 420, όμως, έμεινε σαν αριθμητικό αναμνηστικό μιας ωραίας περιπέτειας. Σύντομα υιοθέτησαν τον αριθμό οι φίλοι των φίλων, μεταξύ των οποίων ήταν και τα μέλη του συγκροτήματος Grateful Dead. Τα χρόνια πέρασαν, την ιστορία του αριθμού πληροφορήθηκε το 1991 ο εκδότης του περιοδικού Χάι Τάιμς (όπου «χάι» παραπέμπει στο «φτιάξιμο») και τον υιοθέτησε ως μότο. Από τότε, το 420 έγινε για τους χρήστες της κάνναβης ένα είδος κωδικού αλλά και σύμβολο λατρείας. Στην Εθνική Οδό 70 στο Κολοράντο δεν υπάρχει η ένδειξη χιλιομετρικής απόστασης 420 επειδή οι περαστικοί έκλεβαν την ταμπέλα. Στη θέση της υπάρχει η ένδειξη 419,9.

Ολα αυτά θα φαίνονταν ενδεχομένως παιδιάστικα στον ήρωα της «Επιχείρησης Ζάχαρη» του Ιαν ΜακΓιούαν. «Οπως ξέρεις –γράφει στην αγαπημένη του –δεν μου αρέσει να μαστουρώνω. Είναι κάτι σαν διανοητική περιστολή. Εκείνη η ευέξαπτη ηλεκτρισμένη αυτοσυνείδηση απλώς δεν μου ταιριάζει» (εκδ. Πατάκη, μεταφρ. Κατερίνα Σχινά). Αυτή, όμως, είναι μια ομολογία προσωπικού γούστου, όχι μια θεωρητική θέση κατά της κάνναβης από αυτές που διατυπώνονται συλλήβδην από ανθρώπους που δηλώνουν ειδικοί χωρίς να είναι.

Ακόμη πιο παράλογο, ωστόσο, είναι να εξοστρακίζεται στο πεδίο της παραβατικότητας κάτι που είναι σαφώς λιγότερο βλαβερό από τον καπνό ή το αλκοόλ και επιπλέον έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Εκείνες οι προειδοποιητικές πινακίδες μοιάζουν πλέον γεμάτες σκουριά.