Μέρες που είναι σκέφτηκα να σας ψάλω το «Πάσχα στα πέλαγα», άλλαξα όμως ευαγγέλιο. Αν πρόκειται για Καρκαβίτσα προτιμώ μακράν το Γιούσουρι, γιατί εδώ μέσα μου φαίνεται ότι έχει γραφτεί καλύτερα ο φόβος και ο τρόμος του θανάτου μεταμφιεσμένος στην πάλη ενός ενάλιου θεριού με έναν πεισματάρη ναυτικό. Μη βιαστείτε να βάλετε στοιχήματα γιατί δεν είναι όλα τα παραμύθια του χεριού μας. Εκείνοι που πρωτοείδαν το γιούσουρι του Βόλου «έσβησαν από τη θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρεύτηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή και στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους».

Και πού είναι αυτό το θηρίο να πάω να το σκοτώσω είπε το παιδί στον πατέρα του. Να πάρω προίκα τους ωκεανούς και τη γοργόνα για γυναίκα; «»Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάω να το κόψω» είπα με πείσμα. Ενόμιζα πως θα έλεγε όχι, πως θα φρόντιζε με χίλια δυο να μ’ εμποδίσει, πως θα μου διηγόταν ιστορίες τρομερές για να απελπιστώ. Τίποτα. Μια στιγμή με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή, σα να μετρούσε το ανάστημά μου. Χαμογέλασε. «Καλά, σα μεγαλώσεις να πας» είπε με την πρώτη του απάθεια. «Τώρα που είσαι μικρός, σύρε να μάθεις τη θάλασσα»».

Μαθαίνεται η θάλασσα; Πιάνονται φίλοι οι δαίμονές της; «Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω το θρασίμι. Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου! Και γω, ο Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Αϊ-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!» Αληθώς.