«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» έγραφε ο Zακυνθινός Ανδρέας Κάλβος, βάζοντας τα εθνικά ιδεώδη στο χαρτί. Σαν αυτά που σφυρηλάτησαν ο εθνικός ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» Διονύσιος Σολωμός και ο ιδρυτής της πρώτης εθνικής μουσικής σχολής Νικόλαος Μάντζαρος. Πόσα χρωστάμε στο μουσικό κύμα από τα Επτάνησα μάς θυμίζει η 150ή επέτειος από την Ενωσή τους

Μάιος 1823. Απόβραδο, κάτω από ένα µεγάλο πουρνάρι στον λόφο Λουδοβίκου Στράνη, στη Ζάκυνθο. Από απέναντι φτάνουν οι κανονιοβολισµοί κι αντιφέγγουν οι φωτιές από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο 23χρονος Διονύσιος Σολωµός σκαλίζει στα χαρτιά του ένα έµµετρο κείµενο που 41 χρόνια µετά θα αποκτούσε διαστάσεις εθνικές.

Αν αφήσουμε στην άκρη τις ρομαντικές απλοποιήσεις, η αλήθεια είναι ότι ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» γράφηκε όχι σε μια νύχτα μακρινών κανονιοβολισμών, αλλά περίπου σε έναν μήνα. Η δε δεύτερη πράξη της εθνικής υμνογραφίας γράφηκε στην Κέρκυρα έξι χρόνια αργότερα από τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο -Μάντζαρο, που μαζί του έμελλε να βάλει τις βάσεις της πρώτης εθνικής μουσικής σχολής. Προτού καν, μετά την Ενωση των Επτανήσων με την νέα Ελλάδα, ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης του 1864 (πριν από 150 χρόνια) η πρώτη στροφή από τις 24 ωδές του κοινού τους έργου –είμαστε πλέον στην τρίτη πράξη –ορισθεί ως εθνικός ύμνος αυτής της νέας Ελλάδας, σύμβολο και ορόσημο μαζί.

Μετρώντας με μέτρα εθνικά, τούτο το τρίπρακτο ήταν το πιο φωτεινό και πιο φωτισμένο σε μια σειρά από μουσικές στιγμές και φάσεις που σφυρηλάτησαν το εθνικό μας στίγμα, αλλά και επηρέασαν αν όχι στην πραγματικότητα ίδρυσαν τη νεότερη μουσική αυτής της νέας Ελλάδας. Γιατί από τα ελεύθερα από τους Οθωμανούς Επτάνησα, που είχαν μόνιμα ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως μουσικά, ογκώθηκε ένα κύμα μουσικό που έδωσε ήχο στη μουσική που χρειαζόταν (και ως ταυτότητα) το νεότοκο κράτος. Ενα κύμα που άλλαξε τα πάντα και έκανε την μετεπαναστατική Ελλαδίτσα σταυροδρόμι πολιτισμών, μπολιάζοντας με τη δυτική μουσική τις ανατολικές επιρροές και το βυζαντινό μέλος.

Το ελληνικό μελόδραμα

Ηταν ένα κύμα το οποίο μετέφερε στον αφρό του τις ιδέες του φωτισμένου διανοούμενου – κερκυραίου αριστοκράτη – Μάντζαρου, στις οποίες μαθήτευσε και ο Σολωμός και σκάζοντας, χάρη στον Διονύσιο Λαυράγκα, γέννησε την ιδέα του ελληνικού μελοδράματος που θέλησε να δώσει στο νέο κράτος και μία ακόμη, πιο περίπλοκη γλώσσα, με εθνικό πρόσημο πάντα, αλλά με το σχήμα της ιταλικής όπερας.

Η 150ή επέτειος της Ενωσης των Επτανήσων και μια σειρά υπομνηστικές εκδηλώσεις είναι μία ευκαιρία για να βυθιστούμε στην ουσία αυτού του κύματος. Να θυμηθούμε ότι οι επτανήσιοι μουσικοί μας χάρισαν τραγούδια όπως «Ο γερο-Δήμος πέθανε» (1867) από την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης» του Παύλου Καρρέρ ή η «Αυγούλα» του Σπυρίδωνα Ξύνδα, αλλά και το «Μη μου άπτου» του «έλληνα Γιόχαν Στράους» Ιωσήφ Καίσαρη, στον οποίο οφείλουμε το εμβατήριο του Πολεμικού Ναυτικού «Θωρηκτό Αβέρωφ», όπως στον αρχιμουσικό Φιλαρμονικής Διονύσιο Βισβάρδη – και μόνον από τα μικρά τους ονόματα μπορεί να καταλάβει κάποιος ποια είναι η καταγωγή τους – οφείλουμε το εμβατήριο «Περνάει ο στρατός», που επίσης ακούμε στις παρελάσεις.

Λίγοι ξέρουν ακόμη και σήμερα ότι σχεδόν δέκα χρόνια προτού ο Ουμπέρτο Τζιορντάνο φέρει στην όπερα έναν αγωνιστή της Γαλλικής Επανάστασης στον «Αντρέα Σενιέ», ο Παύλος Καρέρ με την «Μαρία Αντονιέττα» του – που θα ακουστεί τον Ιούλιο σε επετειακή εκδήλωση στο Ηρώδειο – ανέβασε στη σκηνή όχι μόνον την αυστριακής καταγωγής βασίλισσα, αλλά και τη Γαλλική Επανάσταση… ολόκληρη, σαν ιδεώδες και σαν πρόσωπα: τον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά. Οπως και η πρώτη σκηνική μεταφορά των «Τριών Σωματοφυλάκων» του Δουμά έγινε χρόνια πριν το τολμήσουν άλλοι Ευρωπαίοι από τον Σπυρίδωνα Ξύνδα, στον οποίο οφείλουμε και την πρώτη όπερα με ελληνικό λιμπρέτο, τον «Υποψήφιο βουλευτή» (1867).

Ο Ολυμπιακός Υμνος

Πέρα από τον εθνικό ύμνο των Μάντζαρου – Σολωμού στον κερκυραίο, γεννημένο στην Αθήνα και γιο εργάτη στο Λαύριο, Σπυρίδωνα Σαμάρα οφείλει η υφήλιος το «Αρχαίο πνεύμα αθάνατο…», ήτοι τον Ολυμπιακό Υμνο.

Σε έναν μουσικό του οποίου οι όπερες παίζονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και για τον οποίο ο μέγας Τζιάκομο Πουτσίνι έφτασε να στείλει επιστολή προς την περίφημη Σκάλα του Μιλάνου για να ρωτήσει «πότε επιτέλους θα σταματήσετε να παίζετε όπερες του Σαμάρα και όχι δικές μου», όπως μας θυμίζει ο αρχιμουσικός Ιάκωβος Κονιτόπουλος, ο οποίος θα διευθύνει τη μεγάλη συναυλία με τον πλήρη «Υμνο εις την Ελευθερία» – και τις 24 ωδές, σε ενορχήστρωση Αλκη Μπαλτά – με 400 και πλέον χορωδούς στο Ηρώδειο, τον Ιούλιο (ανάμεσά τους και την πρώτη ελληνική όπερα «Στόρια Ντ’ Αμόρε» του Σαμάρα).

Δεν ήταν όμως μόνος αυτός ο – λόγιος – ελληνικός διαφωτισμός που σαν κύμα έσκασε, όρισε και καθόρισε, εν τέλει, τη δυτική ταυτότητα της νέας Ελλάδας. Ο λαϊκός πολιτισμός των Επτανήσων, οι καντάδες (από το ιταλικό κάντο), η ζακυνθινή αρέκια (από το ιταλικό αλ ορέκιο – με το αυτί), η κεφαλονίτικη αριέτα, η σερενάτα, επηρέασαν εξίσου τη μουσική που έγινε το σάουντρακ στη γέννηση μιας νέας αστικής τάξης στο νεόκοπο κράτος.

«Η επτανησιακή μουσική είναι η αρχή της εθνικής μουσικής, σε μια εποχή που το νέο ελληνικό ελληνικό κράτος κατακλύζεται από μία βαυαροκρατία που συνοδεύεται από μία βαρβαροκρατία», όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο μαέστρος Ιάκωβος Κονιτόπουλος. «Γι’ αυτόν τον λόγο προσκαλώνται μουσουργοί και δάσκαλοι μουσικής από τα Επτάνησα στην Αθήνα, όπως οι αδελφοί Λαμπελέτ, να προσφέρουν στη μουσική και πολιτιστική άνθηση της πρωτεύουσας. Ολοι αυτοί είναι δορυφόροι μιας πολύ μεγάλης φυσιογνωμίας στα Επτάνησα: του Νικόλαου Μάντζαρου. Στον «Υμνο εις την Ελευθερίαν» υπάρχουν τα πρώτα μηνύματα εθνικής μουσικής, καθώς ο Μάντζαρος χρησιμοποιεί ρυθμούς ελληνικούς. Οσον αφορά το λαϊκό πεδίο, το παραδοσιακό επτανησιακό τραγούδι που ήταν όχι καντάδα – ο όρος δεν υπήρχε μουσικολογικά στα Επτάνησα, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το είδος στην Αθήνα – αλλά τετραφωνία, δυωδία κ.λπ., χαρακτήρισε το αστικό τραγούδι. Χάρη στους επτανήσιους τραγουδιστάδες που έφτασαν στην πρωτεύουσα γεννήθηκε η αθηναϊκή καντάδα».

Ο Νίκιας Λούντζης, συγγραφέας του βιβλίου «Η Ζάκυνθος μετά μουσικής» (εκδ. Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων) γίνεται πιο γλαφυρός: «Μετά την Ενωση της Επτανήσου άρχισε μια μετανάστευση στην Αθήνα και να διαμορφώνεται αστική τάξη γύρω από το Παλάτι, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Αρχισαν να έρχονται οι πρώτες όπερες και οι Αθηναίοι να τρέχουν να μάθουν τα παιδιά τους πιάνο, ενώ επανδρώνονταν οι στρατιωτικές μπάντες από επτανήσιους μουσικούς, την ώρα που ακολουθώντας την επτανησιακή καντάδα γεννιέται η σχολή της αθηναϊκής καντάδας, με τους Χρήστο Στρουμπούλη, Δημήτριο Ρόδιο κ.ά., βοηθούντος και του ωραίου κλίματος της Αθήνας την άνοιξη και το καλοκαίρι».

Αρέκια και σερενάτα

Στα Επτάνησα, προσθέτει ο Νίκιας Λούντζης, σφυρηλατείται μια εθνική συνείδηση – κατά κάποιον τρόπο φυσιολογικό διότι τα Επτάνησα, μετά την πτώση και της Κρήτης το 1669 και την υποδούλωση στους Τούρκους, μένουν να αφουγκράζονται και μετέχουν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μετέχουν του Διαφωτισμού, της Επαναστάσεως, της Αρχής των Εθνοτήτων.

«Ως προς το λαϊκό κομμάτι στην Επτάνησο και κυρίως στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, διαμορφώθηκε πρώτα από τη σχέση των πληρωμάτων εμπορικών πλοίων που έφταναν. Το 19ο αιώνα έχουμε τη λεγόμενη σερενάτα, που επηρεάζεται από το ντουέτο της όπερας, τενόρος και βαρύτονος, συνοδεία μαντολινάτας ακόμη και πιάνου το οποίο μάλιστα κουβαλούσαν σε κάρα, το ξεφόρτωναν και έπαιζαν! Οπως η αρέκια, η οποία είναι ασυνόδευτη, δίχως δηλαδή ενόργανη συνοδεία, πρέπει να ξεκίνησε σαν τραγούδι της δουλειάς».

Ο μαέστρος Μίλτος Λογιάδης που διδάσκει και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (κλείνει φέτος 30 χρόνια και έχει πολλά να επιδείξει στον τομέα των μουσικών σπουδών) μάς θυμίζει ένα ακόμη κομμάτι αυτού του μουσικού κύματος: «Υπάρχει η παράδοση στις στρατιωτικές μπάντες, ιδιαίτερα στην Κέρκυρα, όπου όλοι οι κάτοικοι παίζουν, λίγο ως πολύ, σε κάποια μπάντα και ακόμη και ένας ταξιτζής μπορεί να σου πει ότι έχει ένα μουσικό όργανο στο πορτ μπαγκάζ!».

Βέβαια, ο ίδιος πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε η Τουρκοκρατία, σε έναν μεγάλο βαθμό πολλά μέρη της Ελλάδας θα είχαν εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο (ας μην ξεχνάμε την Ερμούπολη, την Πάτρα, τον Βόλο…). Οι Επτανήσιοι, σημειώνει, ήταν πιο ελεύθεροι και πιο κοντά στην Ευρώπη και «αυτό μας χάρισε το ατού ότι παραμένουμε στη μουσική μας γλώσσα και Ευρωπαίοι. Αν δεν υπήρχαν τα Επτάνησα θα ήμασταν και μουσικά πολύ πιο προσκολλημένοι στην ανατολική πλευρά. Το επτανησιακό κύμα όμως μας διατήρησε τον χαρακτήρα του σταυροδρομιού πολιτισμών».

Οργανωμένη μουσική ζωή

«Η πρώτη οργανωμένη μουσική ζωή στην Ελλάδα πριν από την Επανάσταση ήταν στα Επτάνησα», προσθέτει και ο υπεύθυνος του Εργαστηρίου Νεοελληνικής Μουσικής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, συγγραφέας και πολλών μελετών και δοκιμίων για τον ελληνικό Διαφωτισμό και τη μουσική Χάρης Ξανθουδάκης. Αντικρούει την κατηγορία του «ιταλισμού», που πολλοί προσήψαν στην επτανησιακή μουσική, ειδικά αφότου ανέκοψε την πορεία της – όχι προς τις καρδιές των Ελλήνων πάντως – η λεγόμενη Εθνική Σχολή του Μανώλη Καλομοίρη. Στεκόμενος ειδικά στον «πατριάρχη» της επτανησιακής μουσικής και σε στοιχεία που φέρνει διαρκώς στο φως η μουσικολογική έρευνα, «ο Νικόλαος Μάντζαρος δεν πήγε ποτέ στην Ιταλία αλλά ήταν μαθητής κερκυραίου δασκάλου. Πήγε πολύ αργότερα για να διδάξει», προσθέτει και παραπέμπει στη μονογραφία του Κώστα Καρδάμη για τον συνθέτη. Αλλά και στα στοιχεία που δείχνουν ότι μετά τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν» ο Σολωμός παρακολουθούσε τα μαθήματα του Μάντζαρου, άλλαξε ποιητικό στόχο από τη στιγμή που τον γνώρισε.

«Στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» είναι ιδέες του Μάντζαρου που επιχειρεί να τις μετουσιώσει σε ποίηση», προσθέτει ο κ. Ξανθουδάκης. Για δε τον Μάντζαρο «το εθνικό στην ελληνική μουσική βρισκόταν στη διασταύρωση της υψηλής φόρμας με την απλή μελωδική γραμμή – την ελληνική απλότητα. Θεωρούσε μάλιστα ότι ένα νέο έθνος κράτος χρειάζεται μουσική αντάξια των οραμάτων του. Ο «Υμνος» είναι το δοκιμαστήριο πάνω στο οποίο εφάρμοσε τις μουσικές του ιδέες για μια καινούργια Ελλάδα».

Ιnfo

«Bel Canto d’ Amore – Από τα Επτάνησα στις Μουσικές του Κόσμου», τη Δευτέρα 7 Απριλίου, 20:30, στο Θέατρο Badminton (Γουδή, τηλ. 210-8840.600). Επτανησιακή Συμφωνική Μαντολινάτα και Χορωδία της Ενωσης Επτανησίων Ελλάδας και Χορωδία Κέρκυρας, με 8 σολίστ. Διεύθυνση: Παναγιώτης Μπαρμπάτης. Είσοδος: 8-25 ευρώ.n «Και μιλάτ΄εσείς, τραγούδια», έως αύριο. Επιμορφωτικό πρόγραμμα ελληνικού τραγουδιού για φωνή, πιάνο και άρπα από το Εθνικό Ωδείο (Πλατεία Βάθη, Μάγερ 18). Επιμέλεια: Σοφία Κοντώση.n Ορθόδοξη λειτουργία του Νικολάου Μάντζαρου και μέρος της 2ης Συμφωνίας του και τραγούδια, αύριο, στις 20.30, στην Αγγλικανική Εκκλησία Αθηνών (Φιλελλήνων), με όργανο, από το Ωδείο Νικόλαος Μάντζαρος. Διεύθυνση: Θωμάς Λουζιώτης.n «Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», στις 4 Ιουλίου στο Ηρώδειο, από το Φεστιβάλ Αθηνών και τα Επτανησιακά Πολιτιστικά Σωματεία Αθήνας, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων και τη συνεργασία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων, με 7 σολίστ και 400 χορωδούς 15 σχημάτων από τα Επτάνησα και την Αθήνα, σε έργα Καρέρ, Σαμάρα και τις 24 ωδές του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» των Νικολάου Μάντζαρου – Διονυσίου Σολωμού. Διεύθυνση: Ιάκωβος Κονιτόπουλος. Μέρος των εσόδων θα διατεθεί υπέρ των σεισμόπληκτων παιδιών του Ληξουρίου Κεφαλονιάς.