Ο «προβολατζής» που ενέπνευσε την ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος» έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό. Μαζί του όμως πεθαίνει και το ίδιο το φιλμ, καθώς οι περισσότερες αίθουσες περνούν στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα

Οι λάτρεις της ταινίας πολλοί, ελάχιστοι όµως γνωρίζαµε πως η αρχική έµπνευση για το «Σινεµά ο Παράδεισος» προέκυψε από ένα πρόσωπο… αληθινό. Ηταν ο µηχανικός προβολής Μίµο Πιντακούντα αυτός που χάρισε τα φώτα του στον πιτσιρικά –τότε (και µετέπειτα σκηνοθέτη της κλασικής πλέον ταινίας) –Τζουζέπε Τορνατόρε, µαθαίνοντάς του τα µυστικά της κινηµατογραφικής µηχανής, µε τον ίδιο τρόπο που ο Αλφρέντο (που ενσάρκωσε µαγικά ο Φιλίπ Νουαρέ) «διδάσκει» τον µικρό Αλφρέντο στην ταινία. Κι επειδή µερικές φορές η ζωή αντιγράφει την τέχνη, όχι από συνήθεια αλλά από ανάγκη, ο Τζουζέπε Τορνατόρε επέστρεψε στη Σικελία για να αποχαιρετήσει τον παλιό του φίλο: πριν από λίγες εβδοµάδες ο Μίµο Πιντακούντα έφυγε σε ηλικία 86 ετών.

Είχε φυσικά εγκαταλείψει προ πολλού το επάγγελμα του «προβολατζή» και αναρωτιέμαι τι θα είχε να πει για τις ριζικές αλλαγές στο κλάδο του. Τι εννοώ; Μα στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, το φιλμ περνά σε δεύτερη μοίρα. Οι ταινίες που γυρίζονται και που τυπώνονται αναλογικά είναι όλο και λιγότερες και οι λόγοι είναι προφανείς: το φιλμ στοιχίζει. Το ψηφιακό είναι φθηνότερο και πιο αποδοτικό. Μια ψηφιακή κόπια κοστίζει γύρω στα 80 ευρώ. Μια αναλογική (δηλαδή τυπωμένη σε σελιλόιντ) ξεπερνάει τα 2 χιλιάρικα.

«Εγώ, όταν παίζω φιλμ, είμαι ωραίος!» μου λέει ο Πολυχρόνης Τίκας, που έχει περάσει πάνω από πενήντα χρόνια δίπλα σε μια μηχανή προβολής φιλμ και αναγκαστικά εκπαιδεύτηκε και στα ψηφιακά.

Στην προσπάθειά μας να αναζητήσουμε μια αίθουσα που συνεχίζει να προβάλλει φιλμ συναντήσαμε δυσκολίες: κάποιοι μηχανικοί δεν ήθελαν να μιλήσουν, ενώ κάποιες αίθουσες είχαν, δυστυχώς, κατεβάσει «ρολά» (όπως συνέβη με το Πτι Παλαί στο Παγκράτι –η πιο δυσάρεστη στιγμή της προετοιμασίας αυτού του κειμένου).

Πολλοί ιδιοκτήτες δεν μπορούν να σηκώσουν το κόστος ενός ψηφιακού προβολέα. Στον Πειραιά, όπου εργάζεται ο κ. Τίκας, οι κινηματογραφικές αίθουσες αφθονούσαν. Απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο υπήρχε το Χάι Λάιφ (ιδιοκτησίας ΚΚΕ) και το Αττικόν, με μια βόλτα στη Γρηγορίου Λαμπράκη έπεφτες πάνω στο Σπλέντιτ, το Κάπιτολ και το Παλλάς, λίγο πιο πέρα συναντούσες τον Απόλλωνα και στο πρώτο στενό δεξιά έβρισκες το Ολύμπιον.

Σημειώστε πως σε όλα αυτά «έπαιζε» και θερινή αίθουσα στην ταράτσα! Ενώ σε κάτι στενά παραπέρα υπήρχε η Τερψιθέα και η Ζέα, στα διαλείμματα της οποίας έσκαγε στην οθόνη ένα ψυχεδελικό καλειδοσκόπιο ιδανικό για να κάνεις χάζι. Αλλωστε δεν υπήρχε και λόγος να σηκωθείς –ένα μικρό καροτσάκι με αναψυκτικά και διάφορα φαγώσιμα έκανε τη γύρα του διαδρόμου με το που άνοιγαν τα φώτα.

Και βέβαια υπήρχε το Σινεάκ, αποκλειστικά «παιδικός» κινηματογράφος τη δεκαετία του ’80. Δηλαδή προγραμμάτιζε μονάχα παιδικές ταινίες, με μία προβολή στις 14.00 κι άλλη μία στις 17.00. Το αντίτιμο ήταν συμβολικό –ένα εικοσάδραχμο –και η ανταπόκριση μεγάλη: δεν θυμάμαι να το είδα ποτέ άδειο. Σήμερα, πλήρως «ενήλικο», αποτελεί και τη μοναδική κινηματογραφική αίθουσα της πόλης. Εκεί εργάζεται ο Πολυχρόνης Τίκας.

«Στο σινεμά ξεκίνησα να δουλεύω από το 1967. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο Ιντεάλ. Εφυγα όταν έκλεισε για ανακαίνιση και δούλεψα δυο χρόνια στο Α-Μπε-Σε στη Βουλιαγμένης, που το κατεδάφισαν όμως για το μετρό. Εδώ εργάζομαι από το 1992. Στο Ιντεάλ παίζαμε πάντα δύο ταινίες. Μία καράτε και μία σεξοκωμωδία –παίζαμε όμως και ταινίες ποιότητας. Στα καράτε γινόταν πανικός. Είχε δύναμη το καράτε εκείνα τα χρόνια, όλες αυτές οι ταινίες του Μπρους Λι, του Τζάκι Τσαν και των λιγότερο γνωστών. Και αυτούς τους έβλεπαν, ήταν ένα κοινό φανατικό, δεν έχανε ποτέ ταινία! Ακουγα πως σε κάποια μαγαζιά ο κόσμος έψηνε ρέγκες μέσα, σε μένα πάντως δεν έτυχε ποτέ!

Τότε δεν είχαμε δύο προβολές την ημέρα όπως σήμερα. Παίζαμε ταινίες από τις 9.30 το πρωί μέχρι το βράδυ, βγάζαμε και επτά και οκτώ παραστάσεις. Δυο ήμασταν και δουλεύαμε σε βάρδιες, μία ο ένας, μία ο άλλος. Με κόπιες ταλαιπωρημένες γιατί τότε το υλικό τού φιλμ ήταν φτωχό, ξεραινόταν και έσπαγε εύκολα. Κοβόταν η ταινία, «έπεφτε» η προβολή, δώσ’ του «χασάπη!» από κάτω. Επίσης, παλαιότερα το φιλμ ήταν εύφλεκτο. Απαγορευόταν ρητώς να καπνίζεις μέσα στην καμπίνα. Μπορούσε να πάρει φωτιά και μόνο από το φως του προβολέα! Και μετά να την πατήσεις σαν τον μηχανικό του «Σινεμά ο Παράδεισος»! Ημασταν πάντα σε επιφυλακή. Και όχι με τις μεταγενέστερες μηχανές προβολής, αλλά μ’ εκείνες που δούλευαν με το κάρβουνο! Μη φανταστείς κάρβουνο τώρα, ένα βολταϊκό τόξο ήταν με μια ψίχα σαν κάρβουνο μέσα –αυτό έκανε τη δουλειά.

Τις πολλές προβολές τις σταματήσαμε από το 1986 και άρχισε λίγο το θέαμα να σοβαρεύει. Κομμένες οι σεξοκωμωδίες με τον Λάντο Μπουζάνκα και τους Φράνκο και Τσίτσιο (γέλια)! Για χρόνια τις παίζαμε. Τώρα δουλεύω αναγκαστικά και με ψηφιακό. Εγώ που ούτε λάπτοπ δεν είχα ανοίξει στη ζωή μου –είμαι της παλιάς τεχνολογίας. Φυσικά τώρα αναγκάστηκα να μάθω. Αλλά όταν παίζω φιλμ, δεν έχω το άγχος και τη στενοχώρια. Πώς να σου το πω, εγώ άμα δεν ακούσω τον θόρυβο της μηχανής, θεωρώ πως δεν υπάρχει ταινία. Με το ψηφιακό δεν έχεις τίποτα, ούτε την ταινία την ίδια δεν μπορείς να δεις, ούτε το φιλμ να αγγίξεις. Τι να κάνεις όμως, εξέλιξη λέει».