Ο νομπελίστας νοτιοαφρικανός συγγραφέας γράφει έναν αλληγορικό μύθο εμπνευσμένο από τις πολιτικές του απαρτχάιντ και τη σύγκρουση των πολιτισμών.

«Ενδιαφέρονταν μονάχα να μου δείξουν τι σημαίνει να ζεις μέσα σ’ ένα σώμα, σαν σώμα, ένα σώμα που μπορεί να συλλαμβάνει έννοιες όπως «δικαιοσύνη» μόνο όταν είναι ακέραιο και υγιές και που πολύ σύντομα τις ξεχνά όταν κάποιος αδράχνει το κεφάλι του και χώνει ένα σωλήνα στο λαρύγγι του, κι αδειάζει μέσα κουβάδες αλατόνερο μέχρι που το κορμί τινάζεται, βήχει και σπαρταράει και ξερνάει τα σωθικά του… Ηρθαν στο κελί μου για να μου δείξουν τι είναι ο άνθρωπος και μέσα σε μια ώρα μου έδειξαν πολλά».

Ποιος μιλάει αναδεικνύοντας την προβληματική του πάσχοντος, ακρωτηριασμένου σώματος που διατρέχει όλο το έργο του Κουτσί; Ο επίτροπος μιας μακρινής συνοριακής επαρχίας σε μια φανταστική αυτοκρατορία που μόνο αμυδρά θυμίζει τη Νοτιοαφρικανική Ενωση, πιθανώς διότι τα χρόνια εκείνα η λογοκρισία επικρατούσε στο κράτος του απαρτχάιντ. Είναι ένας μεσόκοπος άνδρας που ζει την ευτυχή ανία των συνόρων και εκτιμά ότι έχει χτίσει εδώ ένα είδος παραδείσου, όπου βασιλεύει η ειρήνη και οι Αγριοι κάθονται στα αβγά τους. Ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας έχει εγκαθιδρύσει μια στάση ανεκτικότητας –και απλοϊκής «διαπολιτισμικότητας», θα λέγαμε σήμερα –που βρίσκεται στον αντίποδα των επεκτατικών βλέψεων του Ιμπέριουμ. Μάλιστα, αναπτύσσει αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ενδιαφέροντα κάνοντας ανασκαφές στην έρημο, μαθαίνοντας την τοπική γλώσσα και αναζητώντας παρελθόντες πολιτισμούς. Με άλλα λόγια είναι ένας διανοούμενος γραφειοκράτης που απολαμβάνει τους καιρούς της ευημερίας για να αναπτύξει την ανθρωπιστική του πλευρά. Πότε συμβαίνουν όλα αυτά; Ας πούμε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μετά τη Σύνοδο του Βερολίνου, τεμαχίζουν οριστικά τη μαύρη ήπειρο.

Ωσπου η άλλη όψη του Ιμπέριουμ διαταράσσει την ισορροπία. Ενας συνταγματάρχης καταφθάνει από τη μακρινή πρωτεύουσα για να διερευνήσει τις φήμες ότι οι Βάρβαροι πρόκειται να ξεσηκωθούν. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι απεχθή. Οφείλει να κατασκευάσει εχθρούς και στην προσπάθειά του αυτή θα καταφύγει σε ανώφελη βία και βάρβαρες ανακριτικές μεθόδους προκειμένου διά του πόνου να εκμαιεύσει την αλήθεια. Η σύγκρουση των δύο ανδρών είναι άμεση. Ο συνταγματάρχης θα συλλάβει και θα βασανίσει μια ντόπια φυλή παραλίμνιων ψαράδων, θα διασπείρει φήμες και θα ανησυχήσει τον πληθυσμό με στόχο αφενός τη δικαιολόγηση του ρόλου του στην Ιστορία και αφετέρου τη συσπείρωση του πληθυσμού απέναντι στον εχθρό.

Οταν αποχωρήσει από τη συνοριακή πόλη ο επίτροπος, ανακουφισμένος θα περιθάλψει μια ιθαγενή που έχει τυφλωθεί κατά τη διάρκεια ανακρίσεων, έχει χάσει τον πατέρα της και εκπορνεύεται για να επιβιώσει. Θα την περιθάλψει, θα πλύνει τα σπασμένα πόδια της κατά τη χριστιανική επιταγή και θα αποκτήσει μαζί της μια σωματική οικειότητα που όμως –προς μεγάλη απορία της «Αγριας» –δεν θα ολοκληρωθεί ερωτικά, πιθανώς λόγω ενοχών, πιθανώς γιατί σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο Κουτσί ισχυρίζεται ότι ερωτική διέγερση και οίκτος δεν συμβαδίζουν. Κάποια στιγμή ο επίτροπος αποφασίζει να επιστρέψει την κοπέλα στη φυλή της και αρχίζει, παρά την απροθυμία της, μια μάλλον ακατανόητη Οδύσσεια προς το εσωτερικό της ανεξερεύνητης χώρας. Επειτα από μύριες όσες ταλαιπωρίες μες στο καταχείμωνο και την πραγμάτωση επιτέλους μιας ερωτικής επαφής που θα αφήσει αισθήματα κενού, θα γίνει η τόσο προσφιλής στον Κουτσί συνάντηση βαρβαρότητας και πολιτισμού, η ανάπηρη ιθαγενής θα παραδοθεί σε μια ομάδα ομοεθνών της, αλλά με την επιστροφή του ο επίτροπος θα συλληφθεί από τον επανακάμψαντα συνταγματάρχη. Κατηγορείται για προδοσία, φυλακίζεται και βασανίζεται φριχτά, εγκαταλείπεται από τον εύπιστο όχλο και τους φίλους του και καταλήγει, όταν με τον καιρό απελευθερώνεται, ζητιάνος και περίγελος της πόλης.

Ομως η εκστρατεία θα αποτύχει. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα θα επιστρέψουν ταπεινωμένα, νικημένα από τον καιρό και τα άγνωστα αφιλόξενα εδάφη, από την έλλειψη κατανόησης των τοπικών συνθηκών και ηθών, από τις παρελκυστικές πολιτικές των Βαρβάρων που ποτέ δεν πολεμούν σε ένα ανοιχτό ισότιμο πεδίο. Στο μεταξύ η γεωργική παραγωγή θα καταρρεύσει, η καθημαγμένη φύση θα πάψει να προσφέρει απλόχερα τα αγαθά της, οι κάτοικοι της πόλης θα την εγκαταλείψουν μαζικά και όσοι απομείνουν θα ξαναναζητήσουν την ηγεσία του επιτρόπου για να αποφύγουν τον λιμό. Οι Βάρβαροι, στον καβαφικό αντίποδα, δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω μια κάποια λύση ενισχύοντας τους κοινωνικούς δεσμούς και πείθοντας για την αναγκαιότητα της αυτοκρατορικής ισχύος. Αντίθετα, η απειλή τους, ίσως γιατί ήταν καθαρά φαντασιακή και άρα μη ρεαλιστική, αποδιάρθρωσε την κοινωνική σύμβαση και κατέστησε τους κατοίκους του μεθοριακού σταθμού έναν έντρομο, εκδικητικό, δειλό όχλο.

Η απαισιόδοξη προβληματική του Οργουελ

Ο επίτροπος θα απομείνει να αναρωτιέται γιατί εις τας δυσμάς του βίου του δεν γνωρίζει και πολύ περισσότερα από όσα όταν ήταν μωρό. Κατανοεί εντούτοις ότι ο ανθρωπισμός είναι δυνατός μόνο όταν όλα πηγαίνουν καλά. Ο συγγραφέας επαναφέρει εδώ την απαισιόδοξη προβληματική του Οργουελ που μας θυμίζει στη θαυμάσια εισαγωγή του ο Μίλτος Φραγκόπουλος: «Εκείνοι που καταγγέλλουν τη βία μπορούν να το κάνουν γιατί υπάρχουν άλλοι που την ασκούν εκ μέρους τους». Οπως άλλωστε μονολογεί ο επίτροπος, «δεν ήμουν, όπως μ’ άρεσε να πιστεύω, ο αμέριμνος ευδαιμονιστής, ο αντίποδας του σκληρού ψυχρού συνταγματάρχη. Ημουν το ψέμα που λέει η Αυτοκρατορία όταν οι καιροί είναι εύκολοι. Και εκείνος, η αλήθεια που λέει η Αυτοκρατορία όταν πυκνώνουν μαύρα σύννεφα. Δυο πλευρές της αυτοκρατορικής εξουσίας, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».