Ο Τζούλιαν Μπαρνς διακρίνεται για την ατµόσφαιρα που υφαίνει στα βιβλία του. Με οξφορδιανές σπουδές και εκλεπτυσµένη γλώσσα που επιµένει στις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, απέσπασε λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1986 η Ακαδηµία Τεχνών και Γραµµάτων των ΗΠΑ τού απένειµε το βραβείο Ε. Μ. Φόρστερ. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του Γαλλικού Τάγµατος Τεχνών και Γραµµάτων. Το µυθιστόρηµά του «Αρθουρ & Τζoρτζ» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker 2005, όπως επίσης και «Ο παπαγάλος του Φλωµπέρ» το 1984 και το «England, England» το 1998. Στην τέταρτη υποψηφιότητά του για το ίδιο βραβείο αναδείχθηκε νικητής για το µυθιστόρηµά του µε τίτλο «Ενα κάποιο τέλος» (2011), σε µια συνεδρίαση που δεν κράτησε πάνω από τριάντα λεπτά.

«Τα τρία επίπεδα της ζωής» χωρίζονται σε τρία μέρη: «Το αμάρτημα του ύψους», «Στην επιφάνεια», «Η απώλεια του βάθους». Το πρώτο μέρος αφορά το ιστορικο-πραγματολογικό πλαίσιο της ανύψωσης με αερόστατο. Εδώ δεν έχουμε μυθοπλασία αλλά μια non fiction αφήγηση: Ποιοι ήταν οι πρώτοι αεροναύτες;

Η πρώτη ανύψωση στους αιθέρες πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1783 από τον φυσικό Ζ.Α.Κ. Σαρλ. Χρησιμοποιήθηκε μπαλόνι υδρογόνου και ο Σαρλ σημείωσε για την απίθανη αίσθηση της ανύψωσης: «Θα έλεγα ότι μπορούσα να ακούσω τον εαυτό μου να ζει». Ο αφηγητής αναφέρεται στους διάσημους αεροναύτες, τον Φελίξ Τουρνασόν, τον φλεγματικό βρετανό συνταγματάρχη Φρεντ Μπάρναμπι και την μποέμισσα Σάρα Μπερνάρ – τόσο αδύνατη που έλεγε πως περνούσε μέσα από τις σταγόνες της βροχής. Κάποιοι από τους αεροναύτες της εποχής χρησιμοποιούσαν σακάκια παραγεμισμένα με φελλό για να επιπλέουν στην περίπτωση που έπεφταν στη θάλασσα. Ο Μπάρναμπι δεν τα καταδέχονταν αυτά, έπαιρνε τα ρίσκα του. Ξεκινούσε μια νέα εποχή. Σύμφωνα με τον Τουρνασόν, τα τρία σύμβολά της ήταν «η φωτογραφία, ο ηλεκτρισμός και η αεροναυτική». Πολλοί ονειρεύονταν την πτήση με βαρύτερες μηχανές. Ο Βικτόρ Ουγκό πίστευε πως κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη δημοκρατία. Τότε όλα φάνταζαν δυνατά.

Στο δεύτερο µέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται «Η επιφάνεια» ο αφηγητής εξιστορεί τη συνάντηση και την ερωτική συνεύρεση δύο αεροναυτών, του συνταγµατάρχη Μπάρναµπι και της µποέµισσας ηθοποιού Σάρα Μπερνάρ. Μυθοπλασία που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, ανασυστήνει µια ολόκληρη εποχή, κυρίως τον δεσµό δύο ανθρώπων που έζησαν έξω από τους κανόνες. Αλλωστε, κατά τον αφηγητή, «ο έρωτας αποτελεί σηµείο συνάντησης της αλήθειας µε τη µαγεία. Της αλήθειας, όπως αυτή της φωτογραφίας, µε τη µαγεία, όπως αυτή της πτήσης µε το αερόστατο». Σε αυτή τη συνάντηση ο φλεγµατικός Μπάρναµπι γοητεύεται από την αξιοφάγωτη Σάρα Μπερνάρ αλλά σπάει τα µούτρα του όταν επιχειρεί να την παντρευτεί. Η νατουραλίστρια ηθοποιός αποδέχεται την ωµότητα της επιθυµίας, όχι όµως και τη µονοφαγία στον έρωτα.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου «Η απώλεια του βάθους» απογειώνει την αφήγηση. Μια πραγματεία για τη χηρεία, την απώλεια του σημαντικού άλλου από έναν γυναικολάτρη (uxorious) αφηγητή που ένιωσε την οδύνη και το πένθος – και έχει τις λέξεις και τα νοητικά εργαλεία να αποτυπώσει το αίσθημα. Ο μεταφραστής αποδίδει με ένταση στα ελληνικά τις σκέψεις και τις βιωμένες λέξεις που αφηγούνται την κατάσταση της χηρείας.

«Δεν μου είχαν μείνει συναισθήματα για ξόδεμα», σημειώνει ο αφηγητής. Και αλλού: «»Πώς αισθάνεσαι, λοιπόν;» σου λένε. Αισθάνεσαι λες κι έχεις πέσει από ύψος αρκετών εκατοντάδων μέτρων, έχοντας πλήρη συνείδηση της πτώσης, έχεις προσγειωθεί με τα πόδια σε ένα παρτέρι με τριανταφυλλιές με τέτοια ορμή ώστε να χωθείς στο χώμα μέχρι τα γόνατα και τα εσωτερικά σου όργανα να διαλυθούν και να χυθούν έξω από το σώμα. Ετσι αισθάνεσαι – είναι ποτέ δυνατόν να φαίνεσαι κάπως αλλιώς; Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που ορισμένοι θέλουν να το στρίψουν, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. Ισως δεν αποφεύγουν τον θάνατο κι εκείνη, αποφεύγουν εσένα». Η εικόνα της πτώσης που χρησιμοποιεί ο αφηγητής έχει ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος του βιβλίου και αφορά την περιγραφή του θανάτου ενός ανθρώπου που πέφτει από αερόστατο. Ομως εδώ, ένθετη στα συμφραζόμενα της χηρείας, αποκτά συναισθηματικό βάθος και αισθηματική ένταση. Για τον Μπαρνς «η οδύνη είναι κάθετη και προκαλεί ίλιγγο – ενώ το πένθος είναι οριζόντιο».