Στον Εντ Μίλιμπαντ, τον αρχηγό των Εργατικών της Βρετανίας, δεν αρέσουν καθόλου οι συγκρίσεις με τον Τόνι Μπλερ, που ακολουθούσε την πολιτική του «τρίτου δρόμου». Ούτε με τον Φρανσουά Ολάντ που «πρόδωσε τη γαλλική Αριστερά». Ακόμα περισσότερο δεν θέλει να τον συγκρίνουν με τον Τζέιμς Κάλαχαν και τον Μάικλ Φουτ, τους ηγέτες των Εργατικών που ηττήθηκαν από τη Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του 1980. Για να μη μιλήσουμε για τον Γκόρντον Μπράουν, τον λιγότερο δημοφιλή πρωθυπουργό στην ιστορία της Βρετανίας.

Εκείνος με τον οποίο προτιμά να τον συγκρίνουν είναι ο Θίοντορ Ρούζβελτ, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1901 έως το 1909 που διέλυσε τα μονοπώλια και τα καρτέλ. Ο Μίλιμπαντ έχει πάρει τα όπλα εναντίον της μιντιακής αυτοκρατορίας του Ρούπερτ Μέρντοκ, έχει εναντιωθεί στα συνδικάτα που χρηματοδοτούν (και γι’ αυτό ελέγχουν) το Εργατικό Κόμμα, έχει ταχθεί κατά των ιδιοκτητών οι οποίοι αφήνουν κενά ολόκληρα κτίρια, αντί να τα πωλούν ή να τα ενοικιάζουν, και συγκρούεται με τις έξι μεγάλες εταιρίες ενέργειας και τις πέντε μεγάλες τράπεζες.

Πολλοί σχολιαστές τον παρομοιάζουν με σαμουράι σε αποστολή αυτοκτονίας, σημειώνοντας ότι τα μεγάλα συμφέροντα που κυριαρχούν στη βρετανική οικονομία δεν θα αφήσουν να περάσει το δικό του. Εκείνος διαφωνεί. Πιστεύει ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και ότι ο καπιταλισμός δεν θα καταστραφεί –αλλά εάν γίνουν μεταρρυθμίσεις, μπορεί και να σωθεί. Οπως έκανε ο Ρούζβελτ στις ΗΠΑ.

Ο άνθρωπος που θέλει να εγκατασταθεί στην Ντάουνινγκ Στριτ, όμως, δεν έχει τα χαρακτηριστικά του Ρούζβελτ, ο οποίος υπήρξε κάου-μπόι, ήρωας πολέμου, εξερευνητής, δυναμικός ηγέτης και βραβευμένος με Νομπέλ Ειρήνης. Αντίθετα, είναι ένας πολιτικός που συχνά τον μπερδεύουν με τον αδελφό του Ντέιβιντ (από τον οποίο απέσπασε την ηγεσία των Εργατικών σε έναν αδελφοκτόνο αγώνα). Το πρόβλημα του Μίλιμπαντ είναι ότι στους ψηφοφόρους αρέσει το μήνυμά του, δεν έχουν όμως εμπιστοσύνη στον αγγελιαφόρο (όχι τόσο στον ίδιο όσο στο κόμμα του). Συμφωνούν ότι πρέπει να προστατευθούν οι μεσαίες τάξεις και οι εργαζόμενοι σε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά θυμούνται ακόμα την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας επί Μπλερ και Μπράουν, τη διαφθορά των κυβερνήσεών τους, την αθέτηση των υποσχέσεων και τα ψέματα για τον πόλεμο του Ιράκ. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός.

Οι Τόρις τον κοροϊδεύουν ως ριζοσπάστη της Αριστεράς που πηγαίνει τα βράδια και αφήνει λουλούδια στον τάφο του Καρλ Μαρξ. Εκείνος όμως επιμένει! «Ενας νέος καπιταλισμός για τον 21ο αιώνα» είναι το σύνθημά του, πεπεισμένος ότι ο καλύτερος τρόπος για να κατακτήσει ψηφοφόρους δεν είναι να διεκδικήσει το πολιτικό κέντρο όπως ο Μπλερ, αλλά να πολεμήσει ενάντια στις ανισότητες και στην πτώση του βιοτικού επιπέδου του «καθημερινού ανθρώπου».