Σήμερα, χάρη στα πετρέλαιά της, την άφθονη τροπική ξυλεία και τον αραιό πληθυσμό της, η Γκαμπόν συγκαταλέγεται στις τρεις πλουσιότερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες αφρικανικές χώρες. Τότε, αρχές της δεκαετίας του ’30, ήταν μια νεαρή γαλλική αποικία που είχε πίσω της τέσσερις αιώνες εμπορικών δοσοληψιών, κυρίως με τους Πορτογάλους. Ο άφθονος δασικός πλούτος της χώρας είχε από πολύ νωρίς οδηγήσει στη δημιουργία εμπορικών σταθμών που έφερναν πολύτιμη ξυλεία από το εσωτερικό της μέσω του πυκνού ποτάμιου δικτύου. Σε μια τέτοια υλοτομική επιχείρηση στην καρδιά του τροπικού δάσους έχει έρθει να εργαστεί ο 23χρονος ήρωας του βιβλίου, Ζοζέφ Τιμάρ.
Η κοινωνία στην οποία θα επιχειρήσει να ενταχθεί είναι υπό διαμόρφωση. Η γαλλική διοίκηση στήνει εξαρχής θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, η αστυνομία, οι τελωνειακές Αρχές, η Εκκλησία, μπρος στα έκπληκτα μάτια των ιθαγενών που δεν πολυκαταλαβαίνουν αυτό που εξελίσσεται ενώπιόν τους. Επιπλέον, όπως ανακαλύπτει σύντομα ο Ζοζέφ, επιχειρείται εδώ μια εμφύτευση των ηθών της μητρόπολης. Τα μακρά γαλλικά γεύματα, οι χοροί, οι παρτίδες μπιλιάρδου και πόκας στο μοναδικό ξενοδοχείο της Λιμπρεβίλ, οι μπουρδελότσαρκες στις καλύβες των ιθαγενών, τα αλλεπάλληλα απεριτίφ από νωρίς το πρωί, έρχονται να διανθίσουν την ανία και να διαποικίλλουν τις αντίξοες κλιματικές συνθήκες. Νέα κτίρια έχουν χτιστεί κατά μήκος της απέραντης τροπικής αμμουδιάς με τους κοκοφοίνικες και οι βίλες των Ευρωπαίων εμφυτεύονται σε έναν ωκεανό βλάστησης. Κοινωνία και οικονομία αναπαράγονται μέσα σ’ έναν ξεκάθαρο δυϊσμό, με τους μαύρους απλούς θεατές και, σπανιότερα, μισθωτούς της κατώτατης κλίμακας. Είναι αυτός ο δυϊσμός που πραγματεύεται έξοχα εδώ ο Σιμενόν. Ενα πήδημα με νέγρα δεν μετρά για τον έποικο παρά μόνο ως εκτόνωση, ενώ ο φόνος ενός μαύρου επίσης δεν μετρά και πρέπει να κουκουλωθεί το ταχύτερο. Οπως λέει ένας έλληνας υλοτόμος σε σχετική ερώτηση του Ζοζέφ: «Μα τι να κάναμε; Οταν φθάσαμε εδώ, μας υποδέχθηκε μια βροχή από βέλη».
Το μυθιστόρημα αυτό του Σιμενόν μόνο αστυνομικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, κι ας υπάρχει ένα πτώμα. Σίγουρα πρέπει να καταταγεί στα περίφημα «σκληρά» βιβλία του μαζί με «Το χιόνι ήταν βρώμικο», «Η φυγή του κυρίου Μοντ», «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» και άλλα πολλά.
Οι κρίσιμες ηθικές καμπές συμπλέκονται εδώ με μια γνήσια δοκιμιακή προσέγγιση των ζητημάτων της αποικιοκρατίας και της ψυχολογίας του εκούσια εξόριστου. Συνυφαίνεται επίσης με μια πραγμάτευση της ανδρικής ζήλειας, η οποία διεκδικεί εσαεί την ανέφικτη μοναδικότητα, επιχειρώντας να υπεξαιρέσει ακόμη και το παρελθόν του αγαπημένου προσώπου.
Η υποδαύλιση του ερωτικού πόθου από τις υποψίες για άλλους εραστές είναι από τα καλύτερα επεξεργασμένα στοιχεία του έργου, καθώς μάλιστα είναι ριζωμένη σε παιδικά βιώματα φροϊδικής προέλευσης. Οπως άλλωστε και οι αντιφάσεις του έρωτα για μια γυναίκα την οποία ο ήρωας επιθυμεί να «προστατεύσει» από αυτούς στους οποίους δίνεται για δικούς της λόγους.
Ολα αυτά, σε ένα λεπτομερώς μελετημένο αποικιακό περιβάλλον, σε μία από τις λιγότερο ελκυστικές και γνωστές κτήσεις της Μητέρας Γαλλίας. Σε μια Αφρική που δεν υπάρχει παρά μόνο σαν παραίσθηση, όπως η μακρά γραμμή της λευκής αμμουδιάς, ζωσμένης από την μπορντούρα του μαύρου δάσους.