Την ώρα που η οικονομία της Κίνας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, ο Σαν Τιανγκάνγκ αποδείχθηκε μαέστρος στο παιχνίδι των φορολογικών παραδείσων. Ιδρυσε δεκάδες υπεράκτιες εταιρείες στα νησιά Καϊμάν, τις Βερμούδες και τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους φτιάχνοντας περιουσίες σε ξενοδοχεία, ηλεκτρονικές συσκευές και εντέλει ως μεγιστάνας του πετρελαίου. Του άρεσε η ευκολία του επιχειρείν μέσω φορολογικών παραδείσων, όμως κάποια στιγμή αυτές ακριβώς οι εταιρείες του αποτέλεσαν το όπλο με το οποίο τον χτύπησαν οι εχθροί του για να αποσπάσουν μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας του, να του πάρουν το μερίδιο (ύψους πολλών εκατομμυρίων δολαρίων) σε μια πετρελαϊκή εταιρεία στη Σινγιάνγκ της Ανατολικής Κίνας και να τον εξαναγκάσουν να καταφύγει στα αμερικανικά δικαστήρια για να βρει το δίκιο του. Ο Σαν ισχυρίζεται ότι η διοίκηση του κινεζικού πετρελαϊκού κολοσσού Sinopec συνωμότησε με την αστυνομία για να παραμείνει στη φυλακή επί πέντε χρόνια, περίοδο κατά την οποία κατάφεραν να του υφαρπάξουν μια οφσόρ εταιρεία η οποία έλεγχε σε μεγάλο βαθμό τις πετρελαϊκές του μετοχές. Μια υπόθεση που θυμίζει σε πολλά την ιστορία του μεγιστάνα Χοντορκόφσκι στη Ρωσία. Η Sinopec ισχυρίζεται με αίτημά της ότι αρμόδια για να εκδικάσει την υπόθεση δεν είναι η αμερικανική Δικαιοσύνη αλλά η κινεζική και ότι ακόμα και εάν συνέβαιναν όλα όσα ισχυρίζεται ο Σαν, αυτό θα αποτελούσε επιχειρησιακή πρακτική που δεν ενέχει εκβιασμούς, απαγωγές και βασανιστήρια όπως υποστηρίζει εκείνος.