Αμλετ. Ολοι ξέρουμε σήμερα απείρως περισσότερα από όσα μπορούμε. Είναι μια κατάκτηση (;) αυτή που συνδέεται με τις λεγόμενες επαναστάσεις της γνώσης και της πληροφορίας. Από αυτή την άποψη μας κατατρύχει όλους το «σύνδρομο Αμλετ». Αυτό ακριβώς μελετούν σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το δόγμα Αμλετ» ο φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ και η ψυχαναλύτρια Τζέιμισον Γουέμπστερ. «Να ξέρεις πολλά και να μην κάνεις τίποτε» είναι σε κατά λέξη μετάφραση ο υπότιτλος του βιβλίου. Σε ελεύθερη απόδοση θα μπορούσε να είναι «Παντογνώστης και άπρακτος». Πέρα από μια πρωτότυπη προσέγγιση των μοτίβων του σαιξπηρικού αριστουργήματος, οι συγγραφείς εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε ένα φαινόμενο ευρύτερης σημασίας: το αίσθημα εξουθένωσης που πλήττει τους σύγχρονους «μορφωμένους», τους υπηκόους της κοινωνίας των υπηρεσιών. Εξετάζουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως είναι η πολιτική συγκυρία, οι σχέσεις του ανθρώπου με το θρησκευτικό φαινόμενο, το βραχυκύκλωμα της επιθυμίας. Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες όχι ακριβώς της πολυμάθειας αλλά μιας παθολογικής εκτροπής της που θα την ονομάζαμε πρόχειρα «υπεργνωσία». Επισημαίνουν ότι αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την επικράτηση του «δόγματος Αμλετ». Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι η οδός της δημιουργίας έχει σχέση με τη θετική, τη χαρούμενη ανάληψη της άγνοιας που ούτως ή άλλως είμαστε καταδικασμένοι να κουβαλάμε.

απολογία. Ολα δείχνουν ότι κυλά σαν γάργαρο νεράκι. Από τα αποσπάσματά της που είδαν το φως της δημοσιότητας διαπιστώνουμε ότι διακρίνεται από γλαφυρότητα ύφους, ρέουσα παράθεση ονομάτων και εντυπωσιακό χορό εκατομμυρίων. Βέβαια, δεν διαθέτει τη στιβαρότητα του πλατωνικού κειμένου, όπως έσπευσαν να παρατηρήσουν κάποιοι καλοθελητές, αλλά, πέραν των άλλων, είναι στη μέση και η διαφορά των πρωταγωνιστών. Στο ένα κείμενο απολογείται ο Σωκράτης και στο άλλο ο κ. Αντώνης Κάντας. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την προσωπικότητα του πρώην αναπληρωτή γενικού διευθυντή μιζών (διάβαζε: εξοπλισμών), η σύγκριση με τον διάσημο αθηναίο πρόγονό του δεν τον συμφέρει καθόλου. Εκείνος (διά του Πλάτωνα) απολογείται για να αποσείσει τις κατηγορίες που τον βαραίνουν ότι, ανάμεσα στα άλλα, είναι πρόξενος διαφθοράς των νέων. Ο κ. Κάντας, τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο της υπόθεσης, ομιλεί για να τεκμηριώσει ότι υπήρξε αντικείμενο διαφθοράς εκ μέρους τρίτων. Ο κ. Κάντας ομολογεί και αυτοεκτίθεται ως αντικείμενο που διαφθείρεται, ενώ ο Σωκράτης κατηγορείται ως υποκείμενο που διαφθείρει και ομιλεί για να αντικρούσει την κατηγορία. Ο πρώτος μιλώντας φτιάχνει για τον εαυτό του το κοστούμι του διεφθαρμένου και αναγνωρίζεται μια χαρά μέσα σ’ αυτό, ενώ ο δεύτερος αγωνίζεται να αποτινάξει τη ρετσινιά του διαφθορέα. Η θέση των πρωταγωνιστών χαρακτηρίζεται από μια αντίστροφη συμμετρία.

αφήγηση. Ο Σωκράτης αμύνεται ενώ ο κ. Κάντας αφηγείται. Η αφήγησή του παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον: ενώ πλέκει τον ιστό των γεγονότων ξηλώνει το πλεκτό του μεγάλου ψευδεπίγραφου μεταπολιτευτικού αφηγήματος που ακούει στο όνομα «εθνικά θέματα». Μιλάμε στην ουσία για μια μεγάλη αγορά γύρω από ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (και όχι μόνο) που έγιναν αντικείμενο σύνθετης κερδοσκοπίας: πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής. Ταυτόχρονα επέβαλαν καθολικό σιωπητήριο καταργώντας κάθε έννοια δημόσιου διαλόγου και φυσικά αντιλόγου. Οι περίφημες «αμυντικές δαπάνες» ψηφίζονταν, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού, ομόφωνα και ασυζητητί. Το ξεχάσαμε; Η άμυνα της χώρας είχε τεθεί υπεράνω της δημοκρατικής διαβούλευσης κοινή συναινέσει. Ετσι καταλήξαμε «οι καλύτεροι πελάτες της Γαλλίας και της Γερμανίας», σύμφωνα με τον εγνωσμένων φιλελληνικών αισθημάτων Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, και οι άξιοι εταίροι ενός από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως εκτροφεία διαφθοράς, όπως αναγνωρίζεται πλέον διεθνώς το κύκλωμα των εξοπλισμών. Ο όρος «εθνικά θέματα» λειτούργησε εδώ ως μοχλός καθολικού φενακισμού, ως άλλοθι για τη δημόσια αφασία. Η απολογία του κ. Κάντα φωτίζει με απλό και εύληπτο τρόπο αυτή την ιστορία που, όπως καταλαβαίνουν όλοι, καμία σχέση δεν έχει με την ελληνική χρεοκοπία.

εθνικό. Είναι το θέμα που δεν συζητείται. Διότι καραδοκεί ο εχθρός. Ο Ρώσος, ο Αμερικανός, ο Τούρκος, ανάλογα. Πάντα υπάρχουν δικαιολογίες για να ενταφιαστεί η απαίτηση του «αληθούς», η οποία, σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, πρέπει να ορίζει το «εθνικό». Αλλά αυτό προφανώς είναι κάτι που μετατίθεται για τη δεύτερη διακοσαετία από την Επανάσταση, δηλαδή για το 2221. Τόσο απλά.