«Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσωρινή διευθέτηση, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος και να διαπιστωθεί αν μπορεί να επιτευχθεί μια μόνιμη συμφωνία. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα πετύχει – και αν δεν πετύχει, ο κίνδυνος μιας νέας σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή θα γίνει ακόμη μεγαλύτερος. Κι όμως, είναι η πρώτη φορά από την επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα το 1972 που γεννιούνται τόσες ελπίδες από μια προσωρινή συμφωνία. Και, συγκεκριμένα, τη συμφωνία για το προσωρινό πάγωμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος», γράφει ο Ρούπερτ Κόρνγουελ, στη βρετανική εφημερίδα Independent σε μια κάπως διαφορετική – από τα συνηθισμένα – ανάλυση για το σημείο καμπής του 2013. Για τον ίδιο, κομβικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μπαράκ Ομπάμα προτίμησε τη διπλωματία έναντι του πολέμου.

Από τεχνική άποψη, ήταν μια συμφωνία ανάμεσα στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συν τη Γερμανία. Ουσιαστικά, όμως, υπογραμμίζει ο Κόρνγουελ, ήταν η πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες. Και είναι η πιο κατηγορηματική εκδήλωση της προτίμησης του Μπαράκ Ομπάμα για τη διπλωματία έναντι της ωμής ισχύος.

Η νέα προσέγγιση, γράφει ο Κόρνγουελ στον Independent, ήταν εμφανής από τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Ομπάμα, όταν ο νέος πρόεδρος μίλησε για συνομιλίες χωρίς όρους με την Τεχεράνη ώστε να δοθεί τέλος στους πολέμους του προκατόχου του στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και να αποκατασταθούν οι σχέσεις της Ουάσινγκτον με τον ισλαμικό κόσμο. Η πρόθεση αυτή ήταν αρκετή για να κερδίσει – ομολογουμένως πρόωρα – ο Ομπάμα το Νομπέλ ειρήνης.

Η πολιτική αυτή δεν έμεινε στα χαρτιά. Οι τελευταίοι αμερικανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν το Ιράκ το 2011 και μόνο ένα μικρό μέρος θα παραμείνει στο Αφγανιστάν μετά τον Δεκέμβριο του 2014. Το ΝΑΤΟ, και όχι η Ουάσινγκτον, ηγήθηκε της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη που ανέτρεψε τον Καντάφι. Και φέτος, ο Ομπάμα αρνήθηκε να οδηγήσει την Αμερική σε έναν πόλεμο κατά της Συρίας του Ασαντ.

Υπήρξαν φυσικά στην πορεία και μερικές στιγμές που δεν μπορεί να χαρακτηριστούν ακριβώς ένδοξες. Μία από αυτές ήταν η αμήχανη απάντηση στην Αραβική Ανοιξη. Μία άλλη ήταν η αμφιλεγόμενη στάση απέναντι στις εξελίξεις στην Αίγυπτο. Και μία τρίτη ήταν η ξαφνική αλλαγή γραμμής απέναντι στη Συρία.

Αφού δίστασε για δύο χρόνια να εφοδιάσει με όπλα τους αντάρτες, ο Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι η χρησιμοποίηση χημικών όπλων από το καθεστώς εναντίον των υπηκόων του συνιστούσε παραβίαση της «κόκκινης γραμμής». Στη συνέχεια όμως έκανε στροφή και δέχθηκε τη ρωσική πρόταση για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας.

Πολλοί τον κατηγόρησαν για αυτή τη στροφή, γράφει χαρακτηριστικά ο Κόρνγουελ και εξηγεί: Το περιοδικό Forbes αποφάσισε ότι ισχυρότερος άνθρωπος του κόσμου είναι πλέον ο πρόεδρος της Ρωσίας, και όχι των Ηνωμένων Πολιτειών. Και μια δημοσκόπηση του Ρew Research Center έδειξε ότι οι Αμερικανοί αμφιβάλλουν περισσότερο από ποτέ για την επιρροή που ασκεί η χώρα τους στον πλανήτη. Την ίδια στιγμή, όμως, το 52% των Αμερικανών δηλώνει ότι η χώρα τους πρέπει να κοιτάζει τη δουλειά της και να ασχολείται με τα δικά της προβλήματα.

Οι λόγοι είναι προφανείς: το τεράστιο κόστος των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, σε συνδυασμό με την αποτυχία τους να φέρουν σταθερότητα, οι παρεκκλίσεις της Αραβικής Ανοιξης και το κραχ του 2008-2009.

Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο αμερικανός αρθρογράφος, η στροφή στο θέμα της Συρίας δεν οδήγησε την κυβέρνηση σε γενικότερη αλλαγή πορείας. Ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι εξακολουθεί να υποστηρίζει τις προσπάθειες για μια συμφωνία των Ισραηλινών με τους Παλαιστινίους. Η κηδεία του Νέλσον Μαντέλα πρόσφερε ακόμη ένα απροσδόκητο θέαμα, τη χειραψία του αμερικανού προέδρου με τον Ραούλ Κάστρο. Η χειραψία αυτή δεν ήταν προγραμματισμένη. Και μπορεί μια μέρα να αποδειχθεί ότι ήταν η αρχή του τέλους μιας εχθρότητας δεκαετιών ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Αβάνα.

Καμιά από τις εξελίξεις αυτές δεν μπορεί πάντως να συγκριθεί με την προσωρινή συμφωνία για το ιρανικό πρόγραμμα, υπογραμμίζει ο αναλυτής του Independent

Όπως αποδείχθηκε, είχαν προηγηθεί μυστικές διμερείς συνομιλίες που κατέστησαν δυνατή αυτή τη συμφωνία. Και οι επιπτώσεις είναι ως τώρα σοβαρότερες σε δύο παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ: το Ισραήλ, που θεωρεί το πυρηνικό Ιράν θανάσιμη απειλή για την ύπαρξή του, και τη Σαουδική Αραβία που ανταγωνίζεται το Ιράν για την κυριαρχία στον Κόλπο. Οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα εξαρτούν πλέον την πολιτική τους από τα ισραηλινά συμφέροντα. Και χάρις στην εξόρυξη σχιστολίθων (fracking) και την ανακάλυψη μαζικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, η εξάρτηση της Ουάσινγκτον από τη Σαουδική Αραβία δεν είναι πια αυτή που ήταν κάποτε.

Το κατά πόσον η στρατηγική αυτή θα επιτύχει μένει να αποδειχθεί, καταλήγει ο Κόρνγουελ και συνεχίζει: Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Τυχόν μόνιμη συμφωνία με το Ιράν θα συμβάλει στη σταθερότητα στο Ιράκ και τη Συρία και θα μειώσει τον κίνδυνο μιας γενικότερης ανάφλεξης μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Μεγάλοι όμως είναι και οι κίνδυνοι. Το Ιράν ενδεχομένως να υποκρίνεται. Το αμερικανικό Κονγκρέσο μπορεί να εκτροχιάσει μια συμφωνία. Η αλ-Κάιντα είναι ακόμη ισχυρή. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να εμπλακούν, ακόμη και χωρίς τη θέλησή τους, σε έναν νέο πόλεμο σε αραβικό ή ισλαμικό έδαφος.