ΕΓΙΝΕ –πολύ κακό για το τίποτα μάλλον –η Κεντρική Επιτροπή του ΠαΣοΚ. Εφυγαν βουλευτές και μεγαλοστελέχη για τις γιορτές. Και έμεινε ο απόηχος. Τι μας λέει αυτός; Οτι το άλλοτε κατ’ εξοχήν κυβερνών κόμμα της Μεταπολίτευσης δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη σμίκρυνση που έχει υποστεί. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από τη δυσανεξία των μεν ή τις φιλοδοξίες των δε. Αλλά και από τη δυσκολία να υπάρξει μια συζήτηση εντός κομματικών τειχών.

ΚΑΚΑ τα ψέματα. Τα μεγάλα κόμματα έχουν τάσεις και ομαδοποιήσεις. Αυτές εκδηλώνονται στις κομματικές συνεδριάσεις και αυτό οργανώνει τον μεταξύ τους διάλογο. Στα μικρά κόμματα οι φωνές εξατομικεύονται. Και χάνουν την αξία τους. Ο καθένας καταλήγει να μιλάει για πάρτη του ή για λογαριασμό του εαυτού του και μερικών ακόμη. Μεταξύ των έντεκα ή των οκτώ –ή μήπως και των πενήντα οκτώ; –το ΠαΣοΚ αρχίζει να θυμίζει τους «Επτά επί Θήβας». Ο υπαινιγμός αφορά την ατμόσφαιρα διχόνοιας –από συνθήκες εμφυλίου απέχουμε ακόμη –που τείνει να απλωθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που, κάτω από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, κανείς δεν ακούει κανέναν. Και καμιά φορά κανείς δεν αφήνει κανέναν να μιλήσει.

ΑΥΤΗ ακριβώς είναι η περίπτωση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη που κατέβηκε από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής με δηκτική φρασεολογία γιατί αισθανόταν ότι δεν του επέτρεπαν να ολοκληρώσει. Φυσιογνωμία που αποκρυσταλλώνει όλες τις εποχές του ΠαΣοΚ, πρόσωπο που ξαναμπήκε στη Βουλή και συμμετέχει και σε αυτήν την κυβέρνηση, ο Χρυσοχοΐδης αποτελούσε πάντα ένα βαρόμετρο όσων συμβαίνουν στο Κίνημα. Τη δεκαετία του ’90 εξέφρασε τη στροφή της «επόμενης γενιάς» στελεχών προς τον Σημίτη. Ως υπουργός που έπιασε τη 17Ν έδειξε πως το ΠαΣοΚ μπορούσε να κάνει δικά του τα θέματα νόμου και τάξης. Ως γραμματέας έζησε το πέρασμα από τον Σημίτη στον Παπανδρέου με τον οποίο βρήκε όχι αμέσως αλλά έπειτα από αρκετά χρόνια ένα modus vivendi που εξελίχθηκε σε σχέση εμπιστοσύνης. Περίπου το ίδιο συνέβη και με τον Βενιζέλο. Αμφίθυμος πάντα απέναντι στις κομματικές δομές –φανερές και αφανείς –του ΠαΣοΚ, κυρίως γιατί τις ήξερε καλά, ο Χρυσοχοΐδης, κατεβαίνοντας από το βήμα, υπενθύμισε ότι είναι πολιτικός που λειτουργεί με το θυμικό. Παράλληλα όμως έβαλε ένα θέμα. Οτι αν η συζήτηση για το πού πάει το ΠαΣοΚ δεν μπορεί να γίνει ομαλά μέσα στα όργανα –που εξελίσσονται σε Βαβέλ αλλά και σε περιβάλλον απαγορευτικό για να εκφραστεί κανείς –τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή δεν θα γίνει.

ΠΟΥ θα γίνει; Με την εποχή της πληροφορίας να έχει περάσει από τα media στα social media, η συζήτηση αυτή μπορεί να γίνει παντού. Και μπορεί να γίνει εύκολα. Και δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε ως προς τους συνομιλητές ούτε ως προς την έκφραση. Κάποτε όλο το πολιτικό παιχνίδι γινόταν μέσα στα κόμματα. Τώρα δεν είναι υποχρεωτικό. Η αλήθεια είναι πως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτό είναι κάτι που το υπαινίχθηκαν και άλλοι ομιλητές στην Κεντρική Επιτροπή –κυρίως σε αναφορά με το ρεύμα που αναζητά έναν τρίτο πόλο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε –και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον –το ΠαΣοΚ μπορεί να μίκρυνε αλλά ο δυνάμει πολιτικός του χώρος παραμένει μεγάλος. Ο κίνδυνος είναι να χαθεί μέσα σε αυτόν –ιδίως αν κυριαρχήσει η λογική διαφόρων κομματικών μικροκυκλωμάτων.