Διαψευσμένες ελπίδες, μεγάλα τζάκια και κερδοσκοπία γης ξετυλίγονται, μαζί με την ιστορία και τη γεωγραφία της Αργεντινής, στο μυθιστόρημα ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους λατινοαμερικανούς συγγραφείς

Ο μαγικός ρεαλισμός είναι πάντα παρών στη νοτιοαμερικανική λογοτεχνία, κι ας έχουν βιαστεί πολλοί να πανηγυρίσουν για τον προαναγγελθέντα θάνατό του. Αυτό είναι ένα πρώτο συμπέρασμα από την ανάγνωση του κορυφαίου έργου του 73χρονου Αργεντινού Ρικάρντο Πίλια που μας παραδίδεται σε απατηλή συσκευασία νουάρ. Το φανταστικό παίρνει σάρκα και οστά, οι ιδέες γίνονται πράγματα, οι ενοράσεις μιας φευγαλέας πραγματικότητας σαν το λευκό της νύχτας γειώνονται και γίνονται απτές. Ομως πρόκειται πάνω απ’ όλα για ένα φιλοσοφικό δοκίμιο –με υποσημειώσεις μάλιστα –γύρω από την αδυναμία εύρεσης της αλήθειας, την ανεπάρκεια της δικαιοσύνης, τα χαμένα όνειρα και τον τεχνολογικό θρίαμβο, σε πολύ καλή μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.

Ο Πίλια διδάσκει νοτιοαμερικανική λογοτεχνία στο Πρίνστον. Οι αναφορές και οι επιρροές του είναι διάφανες. Περισσότερο από τον Μάρκες, εδώ είναι άμεσες ή έμμεσες οι οφειλές στον Μπόρχες, τον Κάσαρες, τον Σάμπατο και τη λογοτεχνία των γκάουτσο. Ειδικά η τελευταία μπολιάζει όλο το έργο καθώς η απέραντη κοιμισμένη πεδιάδα αποτελεί τον ήρωα της αφήγησης, η δολοφονική πλήξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, ενώ το μάτε, τα άλογα, τα χιλιόμετρα συρματοπλέγματος που σηματοδοτούν τον χώρο, τα κοπάδια βοοειδών και οι μακρινοί ορίζοντες κινητοποιούν την όποια δράση.

Σε μια κωμόπολη στα νότια του Μπουένος Αϊρες που δεν ήταν κάποτε παρά ένα σιδηροδρομικό σταυροδρόμι και όπου τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ, θα φτάσει μια μέρα των αρχών του’ 70 ένας μιγάς γκρίνγκο με μια βαλίτσα λεφτά. Οι φήμες λένε πως είναι εραστής των γοητευτικών δίδυμων κοριτσιών του προύχοντα της πόλης. Ο μιγάς αναπτύσσει κοινωνικές σχέσεις, γίνεται δεκτός στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους, παίζει σε ιπποδρομίες, αφηγείται απίθανες περιπέτειες, κερνάει τους διψασμένους για νέα παρατυχόντες και συνδέεται στενά με γιαπωνέζο υπάλληλο του ξενοδοχείου, αλλά και με τον ετεροθαλή αδελφό των δεσποινίδων. Οταν βρεθεί επαγγελματικά μαχαιρωμένος στο δωμάτιό του, όλες οι υποψίες θα πέσουν στον Γιαπωνέζο, εν πολλοίς λόγω φυλετικής προκατάληψης. Ο τοπικός αστυνόμος –συμπαθής, μελαγχολικός και πολιτικά ηττημένος –δεν θα δεχτεί την ενοχή του παρά το ότι ο αντίπαλός του εισαγγελέας θα κάνει τα πάντα για να τον αποκαθηλώσει, κυρίως αφότου ο αστυνόμος αποκαλύπτει τον πραγματικό φονιά αν και όχι το κίνητρο.

Από κει και πέρα ξετυλίγεται μια ιστορία διαρκών αποπλανήσεων, ενώ τα διαδοχικά ερμηνευτικά επίπεδα αποφλοιώνονται. Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ιστορία της οικογένειας των διδύμων. Ο πατριάρχης της οικογένειας ζει εγκαταλειμμένος από τις συζύγους του στην έπαυλη στην κορυφή του λόφου, ενώ οι δυο κόρες, παρότι μοντέρνες, ταξιδιάρες και ερωτικές, πάντα επιστρέφουν στην πόλη τους και παραμένουν αφοσιωμένες στον προδομένο και άρρωστο πατέρα. Οι δυο γιοι από τον πρώτο γάμο του πατριάρχη αποδεικνύονται ερωτευμένοι με την τεχνολογία. Στήνουν ένα εργοστάσιο κατασκευής μοντέλων αυτοκινήτων το οποίο, υποθηκευμένο και υπερχρεωμένο μετά την υποτίμηση του πέσο, θα παραδοθεί σε σκιώδεις επενδυτές. Μόνο ο νεότερος εκ των δύο θα προσπαθήσει να το σώσει με κάθε τίμημα. Οταν ο άλλος αδελφός σκοτώνεται σε υποτιθέμενο ατύχημα, ο πατέρας αποφασίζει να διασώσει την επιχείρηση και είναι τότε που εμφανίζεται ο μιγάς με τα μαύρα αφορολόγητα δολάρια. Ο φόνος λοιπόν αποδεικνύεται σταδιακά πως έχει να κάνει με μυστικά και ψέματα της οικογένειας, αν και ο επιζών αδελφός θα συμβιβαστεί προσωρινά με τους προύχοντες της πόλης και τους κερδοσκόπους της γης, θα γίνει ένας απ’ αυτούς για να διασώσει το εργοστάσιο με τίμημα το ξεπούλημα του δύσμοιρου Γιαπωνέζου.

Το σημαντικό είναι ότι στο βιβλίο ξετυλίγεται η ιστορία και η γεωγραφία της σύγχρονης Αργεντινής με όλες τις διαψευσμένες ελπίδες για πολιτική χειραφέτηση, την κερδοσκοπία πάνω στη γη, τα μεγάλα τζάκια που κατέχουν κτήματα «ως εκεί που μπορεί να τρέξει το άλογο σε μια μέρα», τους εμφυλίους, κυρίως όμως με την άσβεστη δίψα για χρήμα και εξουσία που συνοψίζεται στην τεχνολογική εισβολή. Ο συγγραφέας γνωρίζει άριστα τον τρόπο λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας σε τριτοκοσμικά πλαίσια, και την παράδοξη συνύπαρξή της με μια αρχαϊκότητα που κρατάει από τα χρόνια των ισπανών κονκισταδόρες. Περιγράφει επίσης με ιδιαίτερη ενάργεια, εν είδει χωροταξικής μελέτης, την αντίθεση πόλης – υπαίθρου, την υπερσυγκέντρωση πολιτικής εξουσίας, τον τρόπο λειτουργίας των αγροτικών κυκλωμάτων, τις αλλαγές στις χρήσεις γης, την κοινωνική πόλωση όπως εγγράφεται στο έδαφος, τις εισαγόμενες πολιτισμικές και τεχνολογικές επιρροές και πάνω απ’ όλα τη σύγκρουση ανθρώπου – φύσης στην Πάμπα. Το όνειρο του νεότερου αδελφού να διασώσει το εργοστάσιο από τη χρεοκοπία για να υλοποιήσει μια υπέρτατη κατασκευή που, κατά τον τρόπο του Γιουνγκ, θα αποκωδικοποιεί τα όνειρα και θα δίνει κατευθύνσεις για το μέλλον θα αποδειχθεί η ταφόπλακά του.