Με το που αφήνει πίσω του τα σχολεία, ο Ο’Τουλ προσλαμβάνεται ως εκπαιδευόμενος δημοσιογράφος και φωτογράφος στην εφημερίδα «Ιβνινγκ Ποστ», αποφασισμένος να απομακρυνθεί από το αρρωστημένο περιβάλλον του. Μέχρι που καλείται να υπηρετήσει στο Βασιλικό Ναυτικό! Ερωτώμενος από έναν εριστικό προϊστάμενό του σχετικά με το ποια καριέρα θα προτιμούσε, ο Ο’Τουλ απάντησε «αυτή του ποιητή. Ή του ηθοποιού». Και το 1952 θα εγγραφεί στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, μετά την απόρριψή του από τη δραματική σχολή του Δουβλίνου. Αιτία της απόρριψης; Η αδυναμία του να μιλήσει σε άπταιστη ιρλανδική διάλεκτο. Συμμαθητές του, ο Αλμπερτ Φίνεϊ και ο Αλαν Μπέιτς. «Ηταν η καλύτερη τάξη στην ιστορία της σχολής, αλλά εκείνη την περίοδο κανένας δεν μας έπαιρνε στα σοβαρά», θα δηλώσει αργότερα.
Από καθαρή τύχη, ο μεγάλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν θα παρακολουθήσει μια προβολή της περιπέτειας «Ο άνθρωπος που λήστεψε την τράπεζα της Αγγλίας» το 1960, ταινία στην οποία ο Ο’Τουλ (που ήδη ήταν ένα αναγνωρίσιμο όνομα του θεάτρου) είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ηταν η περίοδος που ο Λιν αναζητούσε επειγόντως πρωταγωνιστή για την επόμενη ταινία του, τον «Λόρενς της Αραβίας», ένα μεγαλεπήβολο έπος βασισμένο στην ιστορία του Τόμας Εντουαρντ Λόρενς, αξιωματικού του βρετανικού στρατού, που κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε να κατασκοπεύσει τον στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών στη Σαουδική Αραβία, αλλά στο τέλος συμμάχησε μαζί τους, ενώνοντας τις αντιμαχόμενες αραβικές φατρίες. Βλέπει λοιπόν τον Ο’Τουλ στην οθόνη και λέει «αυτός είναι». Οι παραγωγοί χάνουν τη μιλιά τους. «Αυτόν; Από πού κι ώς πού; Ποιος τον ξέρει; Γιατί να μην αγκαζάρουμε ένα μεγάλο όνομα; Δεν θες Αμερικανό; Ας πάρουμε τον Αλέν Ντελόν ή τον Χορστ Μπούκχολτς!». Ο Λιν δεν ακούει κανέναν. Γυρίζει στα γρήγορα δυο δοκιμαστικά και τα παρουσιάζει στους χρηματοδότες του. Ο Ο’Τουλ δείχνει πραγματικά γεννημένος να παίξει τον ρόλο.
ΣΕΡΙ ΕΠΙΤΥΧΙΩΝ. Οι επόμενες εμφανίσεις του ήταν σε εξίσου μεγάλες παραγωγές: έπαιξε τον Ερρίκο Β’ στο «Μπέκετ», πλάι στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, και στον «Λόρδο Τζιμ», παρέα με τους Τζέιμς Μέισον και Ελάι Γουάλας. Δοκίμασε όμως και τις δυνάμεις του στην κωμωδία με το «Χαρέμι για δύο», όπου συμπρωταγωνίστησε με τους Πίτερ Σέλερς, Γούντι Αλεν, Ρόμι Σνάιντερ και Ούρσουλα Αντρες, στον ρόλο ενός άντρα που οι γυναίκες καταδιώκουν μανιωδώς. Αφησε εποχή στη «Νύχτα του στρατηγού» το 1967 (ουρές στις αθηναϊκές αίθουσες), ενώ κέρδισε άλλη μια υποψηφιότητα για Οσκαρ (από τις οκτώ συνολικές του –οι περισσότερες για έναν ηθοποιό που δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο) με το «Αντίο κύριε Τσιπς» το 1969. Μέχρι που οι ρόλοι άρχισαν να χειροτερεύουν, μαζί με τον αλκοολισμό του. Μόλις το 1982 θα κατόρθωνε να κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή, με την αμερικανική κωμωδία «Η αγαπημένη μου χρονιά» –δίχως όμως να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών.
iframe width=”420″ height=”315″ src=”//www.youtube.com/embed/x9QHSeFRsA0″ frameborder=”0″ allowfullscreen=””>