Υπάρχει μια σημαδιακή φράση της Ρένης Πιττακή στη σημερινή συνέντευξη. Συγκεκριμένα όταν λέει με αφορμή τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή ότι «οι σκηνοθέτες αυτοί κρατούσανε το ραβδί του Πρόσπερου και φτιάχνανε έναν μαγικό κόσμο». Συνομολογεί μαζί της και η νεότατη Λουκία Μιχαλοπούλου, ότι γίνονται πολύ σημαντικά πράγματα σήμερα στο θέατρο, αλλά σαν κάτι να λείπει. Οντως παραστάσεις εξαιρετικές, με πάθος και αγωνία, αλλά που τις αισθάνεται κανείς αντικαταστατές. Ενώ με το «Ο παγοπώλης έρχεται» του Κάρολου Κουν και την «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» του Αλέξη Μινωτή, έστω και αν έχουν μεσολαβήσει πενήντα χρόνια, ή ακόμη τριάντα χρόνια από τη «Σπασμένη στάμνα» του Λευτέρη Βογιατζή, τις θυμούνται και τις συζητούν ακόμη και άνθρωποι που δεν τις είχανε δει. Τι συμβαίνει λοιπόν; Εχουμε παραστάσεις προικισμένες εξαρχής με το φωτοστέφανο του μύθου που φαίνεται να καταργεί τον χρόνο και άλλες πάλι παραστάσεις με την προοπτική, αφού υπάρξουν, να πεθάνουν, ενώ δυσκολεύονται να τις θυμηθούν ακόμη και άνθρωποι που είχαν συμμετάσχει σε αυτές; Μια ίσως απλοϊκή εξήγηση θα ήταν το γεγονός ότι σε εποχές λιγότερο ανοιχτές, σε σχέση με τη σημερινή, με πολύ λιγότερη ελευθερία και πολύ μεγαλύτερη ανασφάλεια, ουδείς καλλιτέχνης θα τολμούσε να εξομολογηθεί το «μυστικό» του άμεσα, φωναχτά, σαν να προορίζεται για όλη την ανθρωπότητα. Αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα διαπιστώσουμε πως ό,τι μας μάγεψε και το θυμόμαστε είναι ό,τι μας ανακοινώθηκε ως ψίθυρος στ’ αυτί.
Θανάσης Νιάρχος: Κυρία Πιττακή, για να βοηθήσουµε στην αρχή της συνέντευξης την κυρία Λουκία Μιχαλοπούλου, ποιοι θεωρείτε ότι υπήρξαν οι δικοί σας δάσκαλοι;
Ρένη Πιττακή: Επειδή δεν είμαι άνθρωπος της ατάκας, πρέπει να σκεφτώ για να το πω. Με πηγαίνετε άλλωστε τόσο πίσω, που αισθάνομαι σαν να έχουν περάσει το λιγότερο δεκαπέντε αιώνες. Οπως ήταν ο τίτλος μιας ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα». Εχεις αυτό ακριβώς το αίσθημα όταν κάτι πηγαίνει τόσο πολύ προς τα πίσω. Στην ουσία πρόκειται για μια ανάμνηση που, επειδή έχει περάσει στην προσωπική σου αιωνιότητα, μπορεί την επόμενη στιγμή να την αισθανθείς πάρα πολύ δυνατή και ζωντανή. Να, τώρα αυτή τη στιγμή, μου έρχονται μπροστά μου τα χέρια της Κατίνας Παξινού στην Κλυταιμνήστρα, με σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή και μουσική του Γιάννη Χρήστου, σε μια παράσταση στην Επίδαυρο. Συμμετείχε όλο το βαρύ πυροβολικό του Εθνικού Θεάτρου. Δεν ήμουν ακόμη μαθήτρια στη Σχολή. Η Παξινού είχε κάποια κενά στον ρόλο της, αλλά υπήρχαν στιγμές που είχες το αίσθημα μιας αποκάλυψης. Το αναφέρω αυτό γιατί, αν και μαθήτρια του Κουν, νιώθω να με έχει σημαδέψει μια παράσταση που δεν ήταν του Θεάτρου Τέχνης. Μια παράσταση όμως του Θεάτρου Τέχνης που θυμάμαι πολύ ζωηρά ήταν «Τα νέα παιδιά» του Ζοζέ – Αντρέ Λακούρ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σ’ έναν χώρο 7,50×7,50, όσο είναι το εμβαδόν του Υπογείου, υπήρχαν τέσσερα σπίτια, πάρκα, δράματα παιδιών, συγκρούσεις γονέων, όλοι αυτοί οι κόσμοι δίνονταν με ελάχιστα μέσα.
Θ.Ν.: Κυρία Μιχαλοπούλου, τι ήταν αυτό που µετέβαλε την παρουσία της κυρίας Ρένης Πιττακή σε µαθητεία;
Λουκία Μιχαλοπούλου: Ο λόγος που αποφάσισα να γίνω ηθοποιός ήταν ακριβώς το Θέατρο Τέχνης και η Ρένη Πιττακή. Καταλαβαίνετε επομένως τη συγκίνησή μου να συνομιλώ σήμερα μαζί της και μάλιστα δημόσια. Το τι γινόταν στο Θέατρο Τέχνης, η αφοσίωση που διέκρινε κανείς στα πρόσωπα όλων των ανθρώπων που συνεργάζονταν μαζί του, ήταν αυτό ακριβώς που ένιωθα να ονειρεύομαι για το θέατρο. Είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για μια οικογένεια με έναν κοινό στόχο και ένα κοινό όραμα. Κακά τα ψέματα, έναν νέο ηθοποιό αυτό που τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο, ακόμη και σε σχέση με τους ρόλους που θα παίξει, είναι να υπάρξει μέσα σε μια οικογένεια. Από μικρή διάβαζα πάρα πολλά για το Θέατρο Τέχνης, για τον Κάρολο Κουν, για τη Ρένη Πιττακή. Η πρώτη μου «συνάντηση» μαζί της ήταν σε μια φωτογραφία που την έδειχνε να κοιτάζει τον Κουν. Συγκλονίστηκα στη θέα μιας σπουδαίας ηθοποιού που στεκόταν απέναντι στον δάσκαλό της ως μαθήτρια. Οταν γνώρισα και την ίδια, μου έκανε εντύπωση η τρυφερότητά της. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ όταν δουλέψαμε μαζί στον «Τόκο» που έκανε ο Λευτέρης Βογιατζής. Αισθανόμουν να δυσκολεύομαι και μου έκλεινε το μάτι συνωμοτικά. Ηταν σαν να με χάιδευε και ένιωθα πως όλα είναι σε σωστό δρόμο.
Ρ.Π.: Μοιραία θα φανεί σαν να λιβανίζουμε η μια την άλλη. Αλλά είναι αναπόφευκτο να συμβεί όταν δυο ηθοποιοί αισθάνονται να είναι σε επαφή επειδή τους δένει κάτι πάρα πολύ ουσιαστικό, όπως είναι ο έρωτας για το θέατρο, όποια κι αν είναι η ηλικιακή μεταξύ τους απόσταση. Το ότι στο θέατρο θα βουτήξεις, θα ξεχαστείς, θα τσαλακωθείς, θα πετάξεις, θα γκρεμιστείς, θα χαρείς δεν έχει σχέση με ηλικία, μας αφορά το ίδιο όλους, νέους και ώριμους. Οταν είδα για πρώτη φορά τη Μιχαλοπούλου σε μια παράσταση του Γιώργου Μιχαηλίδη, ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι αυτό το κορίτσι μόλις είχε τελειώσει τη Σχολή. Είχε μια τρομερή ωριμότητα στην έκφρασή του.
Θ.Ν.: Επειδή συµβαίνει να έχετε συνεργαστεί και οι δυο σας µε τον Λευτέρη Βογιατζή, να µιλήσουµε γι’ αυτόν τον πρόσφατα πεθαµένο σπουδαίο σκηνοθέτη και ηθοποιό;
Ρ.Π.: Σου άλλαζε κυριολεκτικά τα φώτα. Αλλοι αντέξανε περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Προσωπικά, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, έχω περάσει μαζί του φάσεις παραδεισένιες, όπως λόγου χάρη με το έργο «Τέφρα και σκιά» του Πίντερ. Θέλεις γιατί το έργο ήταν πολύ μικρό, μονόπρακτο σχεδόν, θέλεις γιατί τα πρόσωπα ήταν μόνο δύο και επειδή ο Βογιατζής σκηνοθετούσε, κάποιος άλλος έκανε μαζί μου τον ρόλο που τελικά θα υποδυόταν ο ίδιος, η συνεργασία υπήρξε ζάχαρη. Επίμονος πολύ, αλλά κι εγώ σε κάθε απαίτησή του εκεί, μαθήτρια. Να επαναλαμβάνω συνεχώς ό,τι μου έλεγε, χωρίς όμως να ιδρώνει το αυτί μου. Αλλωστε, όσο κι αν επέμενε, δεν πάθαινες και τίποτε. Πήγαμε πάρα πολύ καλά, έφτασε μάλιστα ο ίδιος να μου πει «πότε θα κάνουμε πρεμιέρα;». Αδιανόητο για τον Βογιατζή ακόμη και να αναφέρει τη λέξη «πρεμιέρα». Τελειώναμε την πρόβα και πηγαίναμε σινεμά. Με ένα ανεκδιήγητο παπάκι που είχε κι είναι θαύμα πως δεν σκοτωθήκαμε. Αυτή υπήρξε η πολύ καλή φάση της σχέσης μας. Η μεσαία φάση ήταν με το έργο «Σε σας που με ακούτε». Επειδή εγώ έπαιζα στο δεύτερο μόνο μέρος, η τυραννία ήταν κυρίως για τα άλλα πρόσωπα, για τα νεότερα παιδιά. Στρίμωγμα, σφίξιμο, τσαλάκωμα, βούρδουλας, χτύπημα. Δεν καταλάβαινε πώς είναι δυνατόν να θεωρεί ο άλλος ότι δεν τον εκτιμάς, έστω κι αν τον τσακίζεις και τον κάνεις κομματάκια, αφού τον έχεις διαλέξει. Αυτή ήταν η απάντησή του: «Σε ταλαιπωρώ ακριβώς επειδή σε εκτιμώ». Η κόλαση όμως ήταν όταν κάναμε τις «Δούλες» με την Μπέτυ Αρβανίτη και τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Σαν να υπήρχε και μια κόντρα με την Αρβανίτη ποιος τελικά θα υπερισχύσει, μας είχε τσακίσει. Κέρδιζες μαζί του τρομερά ανοίγματα, το καθετί μπορούσε να είναι και έτσι και αλλιώς ή με εκατοντάδες ακόμη εκδοχές. Καλλιτέχνης που ζωντάνευε τα πράγματα, ένα μεγάλο κεφάλαιο που δυστυχώς έκλεισε. Οπως έγινε και με το Θέατρο Τέχνης μετά τον Κάρολο Κουν. Οι σφραγίδες είναι πάντα προσωπικές, δεν συνεχίζονται.
Λ.Μ.: Προσωπικά αισθάνομαι να έχω υπάρξει πολύ τυχερή, συνεργάστηκα μαζί του τρεις φορές. Ο σημαντικότερος ίσως έλληνας σκηνοθέτης δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει φύγει. Επειδή τον θαύμαζα πάρα πολύ, οι εντάσεις και οι εκρήξεις του με επηρεάζανε αφάνταστα. Είχα τη μανία να γράφω τόσο αυτά που έλεγε στους άλλους όσο και σε μένα, όταν βέβαια δεν έπαιζα. Τα διάβαζα όμως όταν τελείωνε μια δουλειά του στην οποία είχα συμμετάσχει. Οταν πια ήμουν ψύχραιμη και μπορούσα να επεξεργαστώ αυτό που είχε συμβεί. Οσο διαρκούσε η δουλειά, προσπαθούσα απλώς να τα καταφέρω και να επιβιώσω. Αυτό που αποκόμιζες όμως όταν τελείωνε η συνεργασία μαζί του, είτε ξανασκεφτόσουν όσα είχες ακούσει είτε τα διάβαζες γιατί τα είχες σημειώσει, ήταν κάτι πάρα πολύ μεγάλο.
Ρ.Π.: Μεγάλη απώλεια, ήταν ένας νέος ακόμη άνθρωπος. Ενώ ο Κουν είχε κάνει τον κύκλο του, είχε βιολογικά κουραστεί.
Θ.Ν.: Κυρία Πιττακή, έχετε παίξει ρόλους όλου του δραµατολογικού φάσµατος. Σε προσωπικό επίπεδο, η διαδροµή αυτή σε ποιον βαθµό έχει καθορίσει τη ζωή σας;
Ρ.Π.: Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμη ρόλοι που δεν έχω κάνει. Βέβαια, συχνά έχω παίξει πράγματα που μπορεί να μην τα ήθελα ή να ήθελα κάποια άλλα. Εχω παρατηρήσει όμως πολλές φορές ότι τα γεγονότα της ζωής πηγαίνουν παράλληλα με τους ρόλους στο θέατρο. Δεν γίνεται δηλαδή να θυμηθεί κανείς τους δεύτερους χωρίς να επανέλθουν και τα πρώτα. Ετσι ο γάμος μου συνέπεσε με το «Ονειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» κι ο χωρισμός μου με το «Τρωίλος και Χρυσηίδα». Καλά ή κακά τα γεγονότα, τα θυμούμαι με βάση τις χρονολογίες των παραστάσεων. Αλησμόνητη βέβαια ημερομηνία η 21η Απριλίου του 1967, το πραξικόπημα. Παίζαμε τον «Γυρισμό» του Πίντερ και φυσικά κατέβηκε άρον άρον. Δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχιστεί αυτό το έργο που προσέβαλλε τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και την οικογενειακή ηθική. Είναι πολύ ζωντανή αυτή η ανάμνηση γιατί υπήρξε ο πρώτος πρωταγωνιστικός μου ρόλος. Οπως αλησμόνητη είναι και η περίοδος της Μεταπολίτευσης, παίζαμε την «Τύχη της Μαρούλας». Εχω επίσης ταυτίσει τον θάνατο της μητέρας μου με την πλερέζα που φορούσε η κυρία Πόνζα –αυτήν υποδυόμουν –στο «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο. Θέλω να πω ότι μέσα στον χώρο μας τα ιστορικά γεγονότα συνδέονται με τα προσωπικά και συχνά ταυτίζονται.
Θ.Ν.: Τι συµβαίνει, κυρία Μιχαλοπούλου κι ενώ γίνονται τόσο σηµαντικά πράγµατα στο θέατρο, το ρολόι φαίνεται σαν να έχει κολλήσει στις δεκαετίες του ’60 και του ’70;
Λ.Μ.: Με κατηγορούν συχνά ότι είμαι πολύ συντηρητική, σαν να ανήκω σε προηγούμενες γενιές, πράγμα όμως που το δέχομαι ως κομπλιμέντο. Αυτό που επισημαίνετε είναι αυτό ακριβώς που μας λείπει. Είμαστε όλοι οι νεότεροι σκορπισμένοι, μπερδεμένοι, σαν να δυσκολευόμαστε να έχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο. Πολλά πράγματα σε σχέση με αυτά που αναγκαζόμαστε να κάνουμε, αντί να μας βοηθάνε, μας αποπροσανατολίζουν. Δεν είναι εύκολο πια να είσαι συγκεκριμένος και να έχεις ένα όραμα ή έστω έναν στόχο. Ισως να φταίει και μια παρεξηγημένη αίσθηση ελευθερίας. Οταν αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, στην πραγματικότητα δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτε. Οταν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δυο – τρία πράγματα, αυτό που τελικά θα αποφασίσεις είναι μια συνειδητή επιλογή. Αντίθετα, όταν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε πάρα πολλά πράγματα, τότε είναι καθαρή σύμπτωση το τι θα αποφασίσεις.
Θ.Ν.: Μήπως φταίει το γεγονός ότι έχουν λείψει θέατρα, όπως το Θέατρο Τέχνης, που έδιναν έναν τόνο όχι µόνο στην καλλιτεχνική αλλά και στην πνευµατική ζωή;
Λ.Μ.: Ενδεχομένως. Τώρα πια ο καθένας μόνος του πρέπει να δει τι θα κάνει σε σχέση με τον εαυτό του και με τις επιλογές του. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να υπάρξουν πια ούτε ένα Θέατρο Τέχνης ούτε ένα Εθνικό Θέατρο όπως ήταν στις δεκαετίες που αναφέρατε. Οπως επίσης δεν φαίνεται πια να φτουράνε ομάδες που θα σχηματίζονταν με την ένωση νέων δυνάμεων. Ζούμε μια πολύ δύσκολη εποχή. Οπου κι αν στραφεί κανείς αδιέξοδο και μαυρίλα. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να αισθάνεται κανείς ότι μόνο στον στενό προσωπικό του χώρο μπορεί να διασωθεί. Είναι τρομερό να πιστεύεις ότι χρειάζεται να οχυρωθείς προκειμένου να φέρεις εις πέρας μια αποστολή και να μην κάνεις εκπτώσεις ή να μην κάνεις πράγματα μόνο και μόνο για να τα κάνεις.
Ρ.Π.: Αν δεν υπάρξει χρόνος συνάντησης και τριβής των ανθρώπων, ένας συγχρωτισμός, μια «οικογενειακή» τελικά σχέση, δεν μπορεί να διαμορφωθεί μια ενιαία γλώσσα. Ακούς συχνά να λένε «δεν ήταν ωραία η παράσταση, αλλά ήταν καλός ο τάδε» ή «τα σκηνικά ήταν πολύ καλά». Δεν υπάρχει ένα σύνολο πια. Γι’ αυτό μίλησα προηγουμένως για τον Κουν και για τον Βογιατζή. Οι σκηνοθέτες αυτοί κρατούσαν το ραβδί του Πρόσπερου και φτιάχνανε έναν μαγικό κόσμο όπου και ο περισσότερο ή ο λιγότερο καλός, ήταν όλοι παρόντες. Αυτό μας λείπει.
Λ.Μ.: Γράφει ο Μάμετ κάτι πολύ ενδιαφέρον, ότι «θέατρο είναι ο εγκλωβισμός μας σ’ ένα ασανσέρ». Τρομερά εύστοχο σε σχέση με την εποχή μας. Μας λείπει ο κοινός στόχος, αγνοώντας δηλαδή ο καθένας τα μικροπροβλήματά του, να προσπαθήσουμε να βγούμε όλοι μας από το ασανσέρ.n