Ο συγγραφέας – παραμυθάς Ευγένιος Τριβιζάς, που διδάσκει Εγκληματολογία στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, μας αφηγείται από τη βρετανική αυτή πόλη την ιστορία μιας διάσημης φυλακής που κλείνει και ενός ποιήματος που γράφτηκε εκεί και έμεινε στην Ιστορία.

Στις 29 Μαρτίου του 1896, κοντά στην πόλη του Windsor της Αγγλίας, ένας στρατιώτης του ιππικού της βασιλικής φρουράς, σε έναν παροξυσμό ζήλειας, δολοφόνησε κόβοντας με ξυράφι το λαιμό της τη γυναίκα του, που τον είχε εγκαταλείψει για κάποιον άλλον.

Καταδικάστηκε σε θάνατο. Στην αυλή της φυλακής, τις ώρες που οι έγκλειστοι στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο έσερναν σιωπηλοί τα βήματά τους, ένας άλλος κατάδικος, ο τρόφιμος του κελιού C.3.3 παρακολουθούσε τον μελλοθάνατο δολοφόνο. Δεν είχε ανταλλάξει ούτε μία λέξη μαζί του επειδή κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν από τους κανονισμούς της φυλακής. Και όμως γνώριζε την ιστορία του και ένιωθε τον πόνο του γιατί και τον ίδιο τον είχε καταστρέψει ένας άνομος έρωτας.

Ο μετανιωμένος για την πράξη του τριαντάχρονος δολοφόνος αρνήθηκε να ζητήσει χάρη και εκτελέστηκε μια χαραυγή στη ζοφερή αυλή της φυλακής. Ο κατάδικος του κελιού C.3.3, που παρακολούθησε τον απαγχονισμό, εμπνεύστηκε από την ιστορία του, έγραψε και του αφιέρωσε ένα από τα δυνατότερα ποιήματα όλων των εποχών.

Ο δολοφόνος ήταν ο Charles Τhomas Wooldridge, ο ποιητής ήταν ο Οσκαρ Ουάιλντ. Το ποίημα ήταν η «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ» που περιλαμβάνει την αθάνατη φράση: «Ο καθένας σκοτώνει εκείνο που αγαπά» και που κυκλοφόρησε αρχικά με το ψευδώνυμο «C.3.3.» στη θέση του ονόματος του συγγραφέα.

Τώρα, εκατόν δεκαοχτώ χρόνια μετά τον εγκλεισμό του ποιητή, σχεδόν εκατόν εβδομήντα μετά την ανέγερσή της, στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του σωφρονιστικού συστήματος και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, αποφασίστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση το κλείσιμο της ιστορικής φυλακής, η οποία από το 1992 –ιστορική ειρωνεία –λειτουργεί ως αναμορφωτήριο εφήβων.

Το τι θα ανεγερθεί στον χώρο της βικτωριανής φυλακής δεν έχει αποφασιστεί ακόμα. Μπορεί κάποιο υπερμοντέρνο πολυκατάστημα, μπορεί γιγάντιο σουπερμάρκετ, ίσως και πάρκινγκ. Μπορεί η ίδια η φυλακή να μετατραπεί σε πεντάστερο ξενοδοχείο όπως σχεδιάζεται για το Αλκατράζ. Εκεί όπου βάδιζαν σιωπηλά αμαρτωλές ψυχές θα τσουλάνε τώρα φορτωμένα με ψώνια τρόλεϊ, θα ξεφορτώνουν φορτηγά ή θα παρκάρουν λιμουζίνες. Μέσα στο πανδαιμόνιο από τα φρεναρίσματα, τις φωνές και τα κουδουνίσματα των κινητών, θα φτάνει ίσως στα αυτιά κάποιου από τους πελάτες η ηχώ από τη φωνή του φυλακισμένου ποιητή να θυμίζει: «Ο καθένας σκοτώνει εκείνο που αγαπά».