Πολλά καλά πράγματα –ειδικά στις τελευταίες δεκαετίες –της 74χρονης ζωής του, ο ιρλανδός ποιητής Σέιμους Χίνι τα είχε συνδέσει με την Ελλάδα. Από τότε που σε διακοπές στην Πύλο έμαθε, στις 6 Οκτωβρίου του 1995, την είδηση ότι ως «ποιητής των καθημερινών θαυμάτων που κρατάει ζωντανό το παρελθόν» έκαμψε τις αντιστάσεις της Επιτροπής των Βραβείων Νομπέλ Λογοτεχνίας, παρότι αουτσάιντερ, Ιρλανδός και καθολικός, όπως επισήμαινε τότε ο ιταλικός και ισπανικός Τύπος. Κι ας ήταν το τέταρτο ιρλανδικό Νομπέλ, μετά τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς.

Ο ποιητής που είχε τη σπάνια αρετή «να χαίρει της εκτίμησης των κριτικών και των ειδικών, αλλά ταυτόχρονα να είναι δημοφιλής στις τάξεις των απλών αναγνωστών», όπως το είχε θέσει ο Μπλέικ Μόρισον στη μονογραφία του για τον Χίνι, άφησε την ποίηση, τη λογοτεχνία, την Ελλάδα, την αγαπημένη του Ιρλανδία και την τελευταία του πνοή χθες το μεσημέρι, ύστερα από μάχη με μακροχρόνια ασθένεια. Αυτή η ασθένεια τελευταία τού είχε στερήσει τη δυνατότητα να ταξιδεύει και να μεταλαμπαδεύει σε νεότερους τη φλόγα της δημιουργικής γραφής –όπως έκανε επί χρόνια (έως το 2006) ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, αλλά και στο αντίστοιχο του Δουβλίνου και της Οξφόρδης.

Ο ίδιος ο Χίνι άλλωστε θεωρούσε, όπως είχε πει στο «Νιου Γιορκ Τάιμς Μπουκ Ριβιού», ότι ήταν ένας γραφιάς, που με την ποίηση «βγήκε από μια σκοτεινή, θαμμένη ζωή και εισήλθε στο βασίλειο της εκπαίδευσης». Πίστευε δε, αντίθετα με πολλούς άλλους που την αντιμετώπιζαν πιο ακαδημαϊκά και άκαμπτα, ότι η ποίηση «δεν είναι απλώς κάτι που παρεμβαίνει στον κόσμο, διορθώνοντας τις ανισορροπίες του, αλλά και κάτι που θα πρέπει να επανεφευρίσκει και να επανεκτιμά τον ίδιο του τον εαυτό».

«Τέχνη είναι αυτό που μπορείς να μάθεις από τους στίχους άλλων. Τέχνη είναι η ικανότητα να φτιάχνεις». Τόσο απλά το έθετε στα γραπτά του. Και το υπηρετούσε. Με τη στάση και τη ζωή του.

Πίσω στην ημέρα που του έφτασαν τα μαντάτα για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ενώ ταξίδευε στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, στην προηγουμένη. Κινούνταν σε έναν επαρχιακό δρόμο μαζί με τη σύζυγό του Μάριον και τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό. Ξαφνικά, ανοίγει η καρότσα ενός φορτηγού που προπορευόταν, όπως θυμάται ένα περιστατικό ο Χάρης Βλαβιανός, και χιλιάδες μήλα ξεχύνονται στο οδόστρωμα. «Είναι σημάδι από τους θεούς», ήταν το σχόλιο της Μάριον. Το οποίο αναπόφευκτα συνέδεσε ο Χίνι με το μήνυμα για το Νομπέλ την επομένη…

Ενα από τα τελευταία πονήματα του Χίνι, που έγραψε ερωτικά ποιήματα, αλλά και πολλά με πολιτικό μήνυμα, κυρίως υπέρ της ελευθερίας και, βέβαια, υπέρ της Ιρλανδίας, είχε τίτλο «Ο Σεφέρης στον Κάτω Κόσμο» (μτφ. Χάρης Βλαβιανός) και έχει βασιστεί στο «Επί ασπαλάθων», κύκνειο άσμα του έλληνα νομπελίστα, και αφορά τον Σεφέρη και τη χούντα. Ιδού ένα απόσπασμα:

Αναθεματισμένο φως. Στο διάβολο να πάει./

Κλείσε τα μάτια και συγκεντρώσου./

Οχι αγκάθινο στεφάνι, όχι σκήπτρο από καλάμι/

ούτε αυλή του Ηρώδη, αλλά να!/

το βρήκες! Μια κάθοδος, ναι, στον Αδη:/

οι βελόνες/

που ο Πλάτων αναφέρει, η μοίρα του τυράννου/

σε περικοπή που έμελλε να παραθέσεις:/

«τον έδεσαν χειροπόδαρα/

τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν,/

τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν/

απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους/

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Οσο κι αν ήταν υπέρμαχος του νοήματος και της ουσίας, ο Χίνι είχε γράψει και για την τεχνική της γραφής, για «αυτό που επιτρέπει σ’ εκείνο το πρώτο σκίρτημα του μυαλού γύρω από μια λέξη ή μια εικόνα ή μια ανάμνηση να μπορέσει ν’ αρθρωθεί, μέσω της δικής του δυνατότητας για αρμονική αυτοαναπαραγωγή». Ομως στο τελικό συμπέρασμά του συνόψιζε όλα εκείνα για τα οποία ο ίδιος είχε γράψει: «Το ποίημα στην αρχή μοιάζει με κόμπο στον λαιμό, με νοσταλγία για την πατρίδα, με ερωτική απελπισία. Βρίσκει τη σκέψη και η σκέψη βρίσκει τις λέξεις».

Για την ιστορία. Ο γεννημένος στο Κάσλντοσον της Βόρειας Ιρλανδίας, στις 13 Απριλίου 1939, γιος αγροτικής οικογένειας (με εννέα παιδιά), μεγάλωσε σε μια φάρμα, αλλά ανακάλυψε πολύ νωρίς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το οποίο αποτελούσε για εκείνον –και το διακήρυττε σε κάθε ευκαιρία –αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Και δεν μιλάμε μόνο για τις αριστοτεχνικές διασκευές του στον «Φιλοκτήτη» και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (και δη παράλληλα με τη μετάφραση του μεσαιωνικού έπους του Μπέογουλφ!). Ο Χίνι, πολυβραβευμένος διεθνώς και επίτιμο μέλος (και) της Ενωσης Ελλήνων Συγγραφέων, είχε δημοσιεύσει δώδεκα ποιητικές συλλογές –η τελευταία με τον τίτλο «Ανθρώπινη αλυσίδα», το 2010 –αλλά και δοκίμια και μεταφράσεις. Ο λογοτέχνης που κατά κάποιους «αποκατέστησε την ποίηση», ειδικά στα μάτια των απλών ανθρώπων, μας άφησε κληρονομιά συναρμοσμένες λέξεις μέσα από την ψυχή και τη σκέψη του. Κυρίως όμως κάτι που μοιάζει, ειδικά στο δύσκολο παρόν, σαν εξήγηση και επιταγή: «Αν η ποίηση και η τέχνη μπορούν να κάνουν κάτι, είναι να ενδυναμώσουν την εσωτερική μας ζωή, το μέσα μας».

Πράσινο διαβατήριο

Το 1982 αρνήθηκε να ανθολογηθεί στο «Penguin Book of Contemporary British Poetry» στέλνοντας στον εκδότη το δίστιχο: «Ξέρεις, το διαβατήριό μου είναι πράσινο / κανένα μας ποτήρι δεν υψώθηκε ποτέ / σε πρόποση για τη Βασίλισσα» (από τον Χάρη Βλαβιανό).