Η σχέση του σκηνοθέτη με τον σταρ των πιο διάσημων ταινιών του ήταν τόσο εκρηκτική και γεμάτη βίαια ξεσπάσματα, που είναι απορίας άξιον πώς δεν στοίχισε τη ζωή σε κάποιον από τους δύο. Εκτός κι αν ήταν όλα ένα μακροχρόνιο, σκοτεινό, γερμανικό αστείο

Με μάτια ορθάνοιχτα, βλέμμα πύρινο και το πάνω χείλος κλειδωμένο σε μια μόνιμη έκφραση βδελυγμίας που μοιάζει απόλυτα ταιριαστή στο στερεοτυπικά τευτονικό και σκαμμένο από χιλιάδες φρίκες πρόσωπό του, ο Κλάους Κίνσκι στρέφει τον αριστερό του δείκτη επικριτικά προς το ακροατήριο, ενώ με το δεξί του χέρι σφίγγει το μικρόφωνο ουρλιάζοντας: «Δεν είμαι ο Ιησούς της επίσημης Εκκλησίας, αυτός που ανέχονται οι μπάτσοι, οι τραπεζίτες, οι δικαστές, οι δήμιοι, οι γραφειοκράτες, οι κληρικοί, οι πολιτικοί και όλοι οι ισχυροί! Δεν είμαι ο σουπερστάρ σας!».

Οι αντιδράσεις του κοινού είναι ποικίλες –γέλια, αποδοκιμασίες, βρισιές –αλλά δεν περιλαμβάνουν σιωπή και σεβασμό όπως θα απαιτούσε ο Κίνσκι, ο οποίος εξαγριώνεται και ζητεί από το κοινό να βγάλει τον σκασμό. Κάποιος καλοπροαίρετος θεατής ανεβαίνει στη σκηνή, παίρνει το μικρόφωνο και λέει με μειλίχια φωνή: «Ο Χριστός ήταν ανεκτικός. Αν κάποιοι του αντιμιλούσαν, δεν τους έλεγε να βγάλουν τον σκασμό». Ο ηθοποιός επανακτά βίαια τον έλεγχο του μικροφώνου και δηλώνει με δαιμονική οργή: «Φυσικά και δεν τους έλεγε να βγάλουν τον σκασμό! Επαιρνε το μαστίγιο και τους χαράκωνε τα άσχημα μούτρα τους! Αυτό έκανε ο Χριστός, ηλίθιο γουρούνι!».

Κάπως έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη σκηνή του ντοκιμαντέρ (ο όρος πρέπει να χρησιμοποιείται επιφυλακτικά για τις ταινίες ενός σκηνοθέτη που συνειδητά διαλύει τα όρια μεταξύ υποκειμενικής αντίληψης και αντικειμενικής πραγματικότητας) του Χέρτζογκ «Ο καλύτερός μου εχθρός», που βγήκε στις αίθουσες το 1999 ως αμφιλεγόμενος φόρος τιμής στον ηθοποιό Κλάους Κίνσκι, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του από ανακοπή στα 65 και δεκατέσσερα πριν από τις φετινές αποκαλύψεις της δεύτερης κόρης του Πόλα ότι την κακοποιούσε σεξουαλικά για χρόνια από τα πέντε της.

Το απόσπασμα που καταγράφει η κάμερα του Χέρτζογκ είναι από κάποιο από τα περιβόητα one man shows του γερμανού ηθοποιού αφότου είχε λήξει η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη –μια συνεργασία που είχε ως αποτέλεσμα πέντε συναρπαστικές, ιδιαίτερες ταινίες: «Αγκίρε: Η οργή του θεού» (1972), «Βόιτσεκ» (1978), «Νοσφεράτου» (1979), «Φιτζκαράλντο» (1982), «Κόμπρα Βέρντε» (1987). Ηταν φανερό από την πρώτη ταινία ότι ο Χέρτζογκ είχε βρει ένα ιδανικό δαιμονικό alter ego, η σχέση του όμως με τον ιδιοσυγκρασιακό ηθοποιό ήταν τόσο έντονη, που είχε φτάσει ώς την απειλή εν ψυχρώ δολοφονίας, αν και ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιος από τους δύο έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο του άλλου.

Στη βιογραφία του Κίνσκι με τίτλο «All Ι need is love» του 1988 (επανεκδόθηκε αργότερα ως «Kinski Uncut»), ο ηθοποιός περιέγραφε τον σκηνοθέτη χωρίς να φείδεται υποτιμητικών προσδιορισμών: «Ο Χέρτζογκ είναι ένας μίζερος, άθλιος, βδελυρός, κακόβουλος, σιχαμερός, παραδόπιστος, δειλός, σαδιστικός, προδοτικός, εκβιαστικός, εντελώς ανέντιμος αλήτης. Καθοδηγούμενος από έναν παθολογικό εθισμό στον φτηνό συναισθηματισμό, δημιουργεί τις πιο ανούσιες δυσκολίες και τους πιο άσκοπους κινδύνους, θέτοντας σε ρίσκο ακόμα και τη ζωή των άλλων μόνο και μόνο για να δηλώσει εκ των υστέρων ότι αυτός, ο μεγάλος Χέρτζογκ, κατάφερε να υπερνικήσει φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια… Οταν μου ζητεί να γυρίσουμε μια ακόμα λήψη της ίδιας σκηνής, μόνο και μόνο επειδή είναι ανασφαλής όπως όλοι οι σκηνοθέτες, εγώ του λέω να πάει να πηδηχτεί. Του εύχομαι να πάθει πανούκλα! Σύφιλη! Κίτρινο πυρετό! Λέπρα! Αλλά μάταια. Οσο πιο πολύ τον καταριέμαι τόσο πιο πολύ με στοιχειώνει…».

Η απάντηση του Χέρτζογκ θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη Τύπου με αφορμή την προβολή τού «Ο καλύτερός μου εχθρός»: «Οι νευρικές κρίσεις του Κίνσκι μπορούν να εξηγηθούν εν μέρει από τον εγωκεντρικό του χαρακτήρα. Εγωκεντρικός ίσως δεν είναι η σωστή λέξη. Πρόκειται για ακραία παθολογική περίπτωση εγωμανούς. Οποτε συνέβαινε στα γυρίσματα κάποιο σοβαρό ατύχημα, ήταν μεγάλο πρόβλημα γι’ αυτόν επειδή ξαφνικά έπαυε να αποτελεί εκείνος το κέντρο της προσοχής. Ξαφνικά, ένιωθε ότι δεν ήταν πλέον τόσο σημαντικός. Στο γύρισμα του «Φιτζκαράλντο», ένας ξυλοκόπος από το συνεργείο μας δαγκώθηκε στο πόδι από δηλητηριώδες φίδι ενώ έκοβε ένα δέντρο στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Η μοιραία καρδιακή προσβολή από το δηλητήριο ήταν ζήτημα λίγων λεπτών και ο πλησιέστερος σταθμός ανεφοδιασμού και φαρμάκων απείχε πάνω από μισή ώρα. Το σκέφτηκε για μερικές στιγμές πριν πάρει την απόφαση να κόψει το πόδι του και να σώσει τη ζωή του. Ολοι ήμασταν σιωπηλοί εκτός από τον Κίνσκι, που αποφάσισε να πάθει αλλεπάλληλες κρίσεις κακομαθημένου παιδιού για να τραβήξει την προσοχή προς το μέρος του. Προς το τέλος των γυρισμάτων, κάποιοι από τους ιθαγενείς κομπάρσους –πολύ μειλίχιοι άνθρωποι κατά τ’ άλλα –μου είπαν πολύ σοβαρά ότι ήταν διατεθειμένοι να τον δολοφονήσουν αν τους το επέτρεπα. Τους είπα ότι τον χρειάζομαι για να ολοκληρώσω την ταινία. Το μετάνιωσα αρκετές φορές τις επόμενες ημέρες…».