«Η ευτυχία που έζησα δίπλα σου αξίζει για δέκα ζωές», ήταν τα τελευταία λόγια του ετοιμοθάνατου Μπόγκι στη μεγάλη του αγάπη

Γεννημένος το 1899, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αποφάσισε να καταπιαστεί με την υποκριτική όταν διαπίστωσε ότι το ταμπεραμέντο του δεν «έκανε» για κάτι πιο χειρωνακτικό. Από μικρούς ρόλους βρέθηκε να εμφανίζεται σε σημαντικές παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ και σύντομα άρχισε να μαζεύει καλές κριτικές ως «νέος Ροδόλφο Βαλεντίνο». Ναι, ξέρω, ο Βαλεντίνο είναι το τελευταίο πράγμα που σου έρχεται στον νου στο άκουσμα της λέξης Μπόγκαρτ, αλλά ο τελευταίος βρίσκεται ακόμη στα νιάτα του. Σημειώστε και το καλύτερο: ο Μπόγκαρτ δεν πήρε ποτέ στη ζωή του μαθήματα υποκριτικής.

Χρόνια κρίσιμα και μεταβατικά για τη βιομηχανία του θεάματος, μια και ο ομιλών κινηματογράφος διαδέχεται τον βωβό. Και οι ηθοποιοί του δεύτερου αδυνατούν να σταθούν αξιοπρεπώς στον πρώτο –οπότε τα στούντιο αναζητούν αξιόπιστους θεατρικούς ηθοποιούς, ιδίως αυτούς που έχουν και το «λέγειν» και την «κοψιά». Βλέποντας τον εαυτό του κινηματογραφημένο ο Μπόγκαρτ θα ζητήσει –κόντρα στην έως τότε καριέρα του –ρόλους αιχμηρούς και σκληροτράχηλους. Και σε τέτοιους θα διαπρέψει.

Στο μεταξύ έχει γίνει 35 ετών και ήδη έχει δύο διαζύγια στο ενεργητικό του από τις συναδέλφισσές του Ελεν Μένκεν και Μαίρη Φίλιπς. Θα παντρευτεί για τρίτη φορά με τη Μέιο Μέθοντ το 1938 –ένας γάμος που έμελλε να κρατήσει περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ο λόγος; Εμοιαζαν πολύ, και δυστυχώς στα χειρότερα: ήταν και οι δύο αλκοολικοί και πάνω σε αυτό έχτισαν τα θεμέλια για μια σχέση βασισμένη στην κακοποίηση και στην αυτοτιμωρία. Λούκι από το οποίο δύσκολα ξεμπλέκεις, εκτός και αν είσαι τυχερός.

Από καθαρή τύχη, λοιπόν, προσγειώνεται στην καριέρα του Μπόγκαρτ ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του, στον «Δραπέτη της Σιέρα», το 1941, σε σενάριο του Τζον Χιούστον, ο οποίος θα αναγνωρίσει το ταλέντο του και θα τον αγκαζάρει για την επόμενη ταινία του ως σκηνοθέτης. Η ταινία αυτή θα είναι το «Γεράκι της Μάλτας» την ίδια χρονιά. Την επόμενη χρονιά θα γυρίσει την «Καζαμπλάνκα» και αυτομάτως θα γίνει σουπερστάρ παγκόσμιου μεγέθους· σε αντίθεση με τη Μέιο, η καριέρα της οποίας πνέει τα λοίσθια. Ο Μπόγκι, βλέπετε, δεν άγγιζε το ποτό στα κινηματογραφικά σετ.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ. Στην ταινία «Η σειρήνα της Μαρτινίκα» (δηλαδή, «To have and have not» του Χέμινγουεϊ), το 1944, εκείνος είναι 44 ετών και η συμπρωταγωνίστριά του, η Λορίν Μπακόλ, 19. Τα βλέμματά τους «κλειδώνουν» μεταξύ τους από την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων. «Δεν είχα ιδέα από υποκριτική στα 19 μου και ήμουν πραγματικά τρομαγμένη. Είχα ανάγκη την παρουσία του. Από την πρώτη εβδομάδα των γυρισμάτων ήμασταν ήδη ερωτευμένοι. Την τρίτη εβδομάδα, μάλιστα, όλοι το ήξεραν. Και όμως έως τότε δεν με είχε αγγίξει», θα πει η ίδια η Μπακόλ χρόνια αργότερα.

Αρχισαν να συναντιούνται κρυφά. Και φανερά μπροστά στις κινηματογραφικές κάμερες, μια και το σμίξιμό τους «έγραφε» στην οθόνη: «Πάθος και αίμα» («The big sleep») το 1946. Ο Μπόγκαρτ παίρνει έπειτα από σοβαρή σκέψη τη μεγάλη απόφαση: χωρίζει με τη Μέιο και παντρεύεται λίγες ημέρες αργότερα τη Λορίν Μπακόλ. Το 1948 έχουν και το πρώτο τους παιδί, στο οποίο δίνουν το όνομα Στιλ, από τον χαρακτήρα του Μπόγκι στη «Μαρτινίκα». Ενα κοριτσάκι θα ακολουθήσει, και το αλκοόλ μπαίνει πια στο «ράφι». Οχι δραστικά (κατέβαζε ένα ποτηράκι πού και πού ο αιχμηρός σταρ), αλλά σίγουρα πιο μετρημένα σε σχέση με το «ένοχο» παρελθόν. Ετσι, τα χρόνια θα περάσουν δίχως να εμφανιστεί η παραμικρή ρωγμή στα θεμέλια του γάμου τους.

Μαζί βρέθηκαν και στην Ουάσιγκτον για να διαμαρτυρηθούν για τις «αντικομμουνιστικές» πρακτικές της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών που είχε βάλει στο στόχαστρο κάθε ελεύθερη φωνή στο Χόλιγουντ (η ίδια Επιτροπή οδήγησε τον Ζυλ Ντασσέν στην αυτοεξορία μετά το «κάρφωμα» του Ηλία Καζάν), αν και στο τέλος αναγκάστηκαν να «μαζευτούν» φοβούμενοι το ξέσπασμα της κοινής γνώμης.

Το ζεύγος Μπακόλ – Μπόγκαρτ θα μείνει μαζί μέχρι το τέλος. Ο καρκίνος του οισοφάγου θα χτυπήσει τον Μπόγκαρτ και η αρρώστια θα τον «πάρει» μόλις στα 57 του χρόνια. «Η ζωή μου μπορεί να μην ήταν μεγάλη, αν μετράς με χρόνια, αλλά η ευτυχία που έζησα δίπλα σου αξίζει για δέκα ζωές», θα της πει λίγο προτού πέσει σε κώμα, από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ.