Τόπος που δεν έχει γράψει γι’ αυτόν ένας, έστω, λογοτέχνης είναι σαν να μην έχει υπάρξει. Η σειρά «Ενας τόπος, πολλοί λογοτέχνες» αποσκοπεί σ’ αυτήν ακριβώς την υπενθύμιση, αλλά με συγκίνηση και ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση. Πόλεις, περιοχές και νησιά της Ελλάδας καταγεγραμμένα στη συνείδηση μας, όπως ο καθένας έχει συνδεθεί μαζί τους, επιδιώκεται να μας γίνουν ακόμη πιο αγαπημένες και νοσταλγημένες χάρη στους συγγραφείς που έχουν αναδείξει. Και η Ελλάδα είναι μια πάμπλουτη χώρα και σε ιστορίες και σε συγγραφείς!

Οι πόλεις έχουν τη μοίρα τους, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Αν δεν είχε γραφεί το πασίγνωστο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη για την Πρέβεζα, η ίδια η πόλη θα ταξίδευε ανεπίληπτη μέσα στον χρόνο· ενώ τώρα παρουσιάζεται στιγματισμένη σε όποιον έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή μαζί της. Το ίδιο λίγο-πολύ θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τις άλλες πόλεις, μικρές ή μεγάλες, δίχως βέβαια να αποτελούν εξαίρεση η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Με μόνη διαφορά ότι, ενώ την Αθήνα τη βαραίνουν έντονα οι σκιές του παρελθόντος της, τη Θεσσαλονίκη, όταν την αναπολεί κανείς, σχεδόν μόνο μια ειδυλλιακή της έκφραση προβάλλει στα μάτια του. Σαν όλα τα δραματικά γεγονότα που συνδέονται μαζί της, είτε πρόκειται για τους Εβραίους της Κατοχής που φορτώνονταν στα τρένα με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία είτε για το πραγματικό περιστατικό που ενέπνευσε στον Γιάννη Ρίτσο τον αριστουργηματικό «Επιτάφιο», να εξαερώνονται ώστε η Θεσσαλονίκη να ηχεί πάντα στα αυτιά ως η ερωτικότερη πόλη της Ελλάδας. Σαν να έχει μια μεταρσιωτική δύναμη η θάλασσά της, ώστε ακόμη και τις οιμωγές στις φυλακές του Γεντί Κουλέ να τις κάνει στίχους τραγουδιών ή νοσταλγικές αναμνήσεις –για όσους βέβαια δεν έζησαν στις φυλακές αυτές. Οπως δεν έλυσε κανένα πρόβλημα επικοινωνίας οποιαδήποτε συγκοινωνία –όσο γρήγορη ή πυκνή και αν υπήρξε -, το ίδιο δεν πρόκειται να λύσει και κανένα κομπιούτερ. Η «ανθρωπογεωγραφία» της Δράμας, των Σερρών ή της Βέροιας θα παραμένει πάντα διαφορετική σε σχέση με εκείνη της Θεσσαλονίκης, παρά το γεγονός ότι η απόσταση ανάμεσα στις τρεις πρώτες και στη δεύτερη είναι σχεδόν μηδαμινή.

Αν ο Γιώργος Ιωάννου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας γνήσιος θεσσαλονικιός πεζογράφος, δεν είναι γιατί η Θεσσαλονίκη αντικαθρεφτίζεται σε πλήθος σελίδες του με κυρίαρχα δύο βασικά πεζογραφικά του βιβλία, «Το δικό μας αίμα» και «Η πρωτεύουσα των προσφύγων». Ούτε γιατί σε πάμπολλα σχολιαστικά κείμενά του ή σε συνεντεύξεις του αναφέρεται, με εμμονικό σχεδόν τρόπο, σε πρόσωπα λογοτεχνικά ή μη της συμπρωτεύουσας, αλλά και σε τραύματα που του προκάλεσε στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του η γενέτειρά του. Λίγο-πολύ αυτά συμβαίνουν σε κάθε συγγραφέα και ιδιαίτερα πεζογράφο σε σχέση με τον τόπο καταγωγής του.

Εκείνο που κάνει μοναδικό τον Γιώργο Ιωάννου όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη είναι ένα στοιχείο που θα το καταλάβουμε ακόμη καλύτερα αν προσφύγουμε σε ξένους συγγραφείς. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, τον Τζον Στάινμπεκ («Ουράνιες βοσκές») ή την Κάρσον Μακ Κάλερς («Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου»), αναρωτιέται κανείς πώς στάθηκε δυνατόν μέσα στον ασφυκτικό περίγυρο μιας μικρής επαρχιακής πόλης, ή και κωμόπολης, οι δύο αυτοί συγγραφείς να εγκαταστήσουν μια τόσο πυκνή δράση, η οποία θα ήταν απίστευτη ακόμη και αν αναπτυσσόταν στη Νέα Υόρκη.

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι βέβαια μια μικρή επαρχιακή πόλη ή κωμόπολη. Αλλά όσο εκτεταμένη και αν είναι, δεν παύει να παραμένει και προσπελάσιμη σαν μια γειτονιά (αυτή ακριβώς είναι και η γοητεία της), καθώς είπε πολύ χαρακτηριστικά σε άλλη περίπτωση ένας σημαντικότατος ποιητής της: «Από τον Λευκό Πύργο ώς την Πλατεία Αριστοτέλους ή ώς τα Λαδάδικα, ανεβοκατεβαίνοντας την Τσιμισκή και την Εγνατία συναντάς όλους τους γνωστούς και φίλους». Σε βαθμό που να αναρωτιέται ακόμη και ο συνειδητός κάτοικος της πόλης αυτής πώς ο Ιωάννου έκανε διάτρηση στα γεωλογικά στρώματα της ψυχικής τοπιογραφίας της Θεσσαλονίκης, ώστε να φέρει στην επιφάνεια όψεις και καταστάσεις αθέατες έως

τη χρονική στιγμή που το έπραξε.

Ενας άθλος του Ιωάννου, που γίνεται ακόμη σημαντικότερος αν σκεφθεί κανείς ότι, όταν εκδηλώνεται ως πεζογράφος ο ίδιος (έχει προηγηθεί η ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα», εμπνευσμένη από την ομώνυμη περιοχή της Θεσσαλονίκης), το συγγραφικό κλίμα της συμπρωτεύουσας κυριαρχείται από την επίμονη προσπάθεια καθ’ όλα άξιων, προγενέστερης γενιάς, πεζογράφων (όπως ο Γιώργος Δέλιος, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, ο Στέλιος Ξεφλούδας, ο Παύλος Παπασιώτης, ο Γιώργος Κιτσόπουλος) να μεταφυτευθεί στην Ελλάδα μια σύγχρονη ευρωπαϊκή και αμερικανική πρωτοπορία στον πεζό κυρίως λόγο.

Οσο εντυπωσιακό παραμένει το γεγονός ότι η πρωτοπορία αυτή γίνεται γνωστή στην Ελλάδα μέσω της Θεσσαλονίκης, αν και θα το θεωρούσε κανείς πιο φυσιολογικό να πραγματοποιηθεί μέσω της Αθήνας, άλλο τόσο καταπλήσσει το ότι ο Ιωάννου αψηφά το διαμορφωμένο αυτό συγγραφικό κλίμα και ανατέμνει μια Θεσσαλονίκη προσγειωμένη, καθημερινή, τραυματική, με τις τρομακτικές μνήμες του Εμφυλίου να κυριαρχούν στις ψυχές των ανθρώπων και στους τοίχους των κτιρίων.