Ηταν το τελευταίο καλοκαίρι πριν από την ενήλικη ζωή. Ενα κανονικό καλοκαίρι που διαρκεί τρεις ολόκληρους ημερολογιακούς μήνες και όχι δεκαπέντε ημέρες θερινής αδείας, ένα καλοκαίρι που μπορείς να το ζήσεις μόνο μία φορά και μόνο στα είκοσι και κάτι, προτού κλείσει οριστικά πίσω σου μια πόρτα που κάτι σου λέει ότι δεν θα ξανανοίξει ποτέ. Ενα καλοκαίρι χωρίς όρια, διορίες, εκπνοές, που διευρύνει τι αναμνήσεις, αφήνει μια υπόσχεση ότι θα μείνει αξέχαστο, προσφέρει μια δυνατή αίσθηση ελευθερίας και δεν ζητάει τίποτε περισσότερο από κάνα φράγκο στην τσέπη και λίγο από το πνεύμα της γενιάς των μπίτνικ.

Ο συγγραφέας και κριτικός τέχνης Βιτσέντσο Λατρόνικο έζησε το δικό του τελευταίο καλοκαίρι στη Γερμανία. Ο προορισμός του ήταν η Φρανκφούρτη, όπου υποτίθεται θα παρακολουθούσε ένα τμήμα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας. Οπως διηγείται στην Corriere della Sera, δεν χρειάστηκαν και πολλά για να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Μόνο ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο, ένας πρώην επαγγελματίας παίκτης του χόκεϊ που αργότερα έγινε θεολόγος και μια αμερικανίδα χορεύτρια την οποία ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και έγινε το αντικείμενο ενός κρυφού πόθου. Η παρέα έφτασε στη Χαϊλδεβέργη, μπήκε με το αυτοκίνητο στο πεζοδρομημένο τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης για να εισπράξει ένα τεράστιο πρόστιμο που χρωστάει ακόμη στο γερμανικό κράτος. Οι τρεις τους περνούσαν τις νύχτες τους σε μοτέλ από τα οποία δεν έφευγαν το επόμενο πρωί χωρίς να πάρουν μαζί τους ό,τι είχε απομείνει στο μίνι μπαρ. Κάποια στιγμή κατέληξαν στο Λουξεμβούργο για κάποιον λόγο που ο Λατρόνικο δεν θυμάται πολύ καλά. Δεν έχει και τόση σημασία. Από μία άποψη, η γερμανική περιοδεία δεν είχε καν κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά ο συγγραφέας γύρισε στην Ιταλία με την αίσθηση ότι έχει ζήσει το μακρύτερο καλοκαίρι της ζωής του. Και αυτή η αίσθηση δεν τον εγκατέλειψε ποτέ από τότε.

Αυτή την αίσθηση περιγράφει πολύ καλά στο βιβλίο του «Τα μυστήρια του Πίτσμπουργκ» ο Μάικλ Σέιμπον. Είναι η ιστορία ενός νέου, του Αρτ, που όταν παίρνει το πτυχίο του πηγαίνει στο Πίτσμπουργκ για να περάσει το καλοκαίρι του. Δεν γνωρίζει κανέναν στην πόλη, δεν έχει τίποτε να κάνει, δεν ξέρει τι τον περιμένει τον Σεπτέμβριο. Κάποια στιγμή γνωρίζει δύο τύπους και γίνονται οι καλύτεροί του φίλοι. Το καλοκαίρι του αλλάζει. Γίνεται μια απρόβλεπτη περιπέτεια που του φαίνεται ηρωική, χωρίς να έχει ίχνος ηρωισμού στην πραγματικότητα. Τα συναισθήματα, όμως, μεγεθύνονται. Χωρίς αυτή τη λυτρωτική μεγέθυνση ακόμη και το τελευταίο καλοκαίρι δεν θα ήταν τίποτε το σπουδαίο. Μόνο μία περίοδος ανάμεσα στην ελευθερία και στην ανία προτού έρθει ο Σεπτέμβριος. Και μετά πάλι καλοκαίρι.