Μια φωτογραφία. Μια εικόνα που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη», 10 Μαΐου 1936: η μάνα που κλαίει πάνω από τον σκοτωμένο απεργό καπνεργάτη. Αυτό ήταν η αιτία για να εμπνευστεί ο Γιάννης Ρίτσος τον περίφημο «Επιτάφιο», τον οποίο έγραψε, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983, σχεδόν σε δύο εικοσιτετράωρα, χωρίς να φάει, χωρίς να κοιμηθεί και πολλές φορές κλαίγοντας.

Μια ποιητική συλλογή στην οποία διακρίνεις όλες τις επιρροές και την αισθηματική αγωγή του ποιητή (κρητικό θέατρο, Σολωμός, δεκαπεντασύλλαβος, μοιρολόι Μάνης, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.) και που αμέσως έγινε ανάρπαστη. Βέβαια υπέστη απαγορεύσεις από τη δικτατορία του Μεταξά, έχοντας όμως προλάβει να περάσει από στόμα σε στόμα. Αυτά αφορούν το ποίημα «Επιτάφιος» του Ρίτσου. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μετέβαλε τα πράγματα μια κι έξω. Η μουσική του έγινε ο βατήρας για να περάσει η συγκλονιστική ποίηση στο στόμα και του πιο λαϊκού ανθρώπου. «Το ‘πιαν το ποίημα, το έφαγαν», παραδέχθηκε ο ίδιος ο Ρίτσος, ο οποίος αρχικά διατηρούσε επιφυλάξεις για τη μελοποίηση.

Πώς όμως ένα ποίημα έγινε κύκλος τραγουδιών, και άρα ψωμί και νερό για έναν ολόκληρο λαό; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από στοιχεία που περιλαμβάνει το βιβλίο «Η ζωή μου» του Γιώργου Αρχιμανδρίτη μαθαίνουμε ότι λίγες ημέρες πριν από τον εκλογικό θρίαμβο της ΕΔΑ το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος είχε στείλει μερικά βιβλία του στον Μίκη, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι. «Φεύγοντας με τη Μυρτώ το μεσημεράκι για να κάνουμε τα ψώνια μας για το γεύμα πήρα τυχαία μαζί μου τον «Επιτάφιο» για να τον διαβάσω καθώς θα την περίμενα στο αυτοκίνητο. (…) Ανοίγω το βιβλίο και ξαφνικά το μυαλό μου γέμισε με μουσική. Φαίνεται ότι οι στίχοι προκαλούσαν τη δεξαμενή της μουσικής που ζητούσε επιτακτικά διέξοδο. Πήρα το μολύβι, χάραξα πεντάγραμμα και από ‘κεί και πέρα δεν πρόφταινα να καταγράφω τις μελωδίες που κυριολεκτικά με πλημμύριζαν. Φαίνεται πως μια περίοδος της ζωής μου είχε ουσιαστικά κλείσει. Η μουσική μου στο μέλλον δεν θα έμπαινε πια σε μπουκαλάκια για τους λίγους, αλλά σε μια μεγάλη γούρνα για να πίνει ελεύθερα όλος ο λαός», περιγράφει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης. Και η αλήθεια είναι ότι εδώ σηματοδοτείται μια στροφή για το ελληνικό τραγούδι και όχι μόνο για τον συνθέτη.

Οταν ο Μίκης έγραψε τα πρώτα επτά τραγούδια το 1958, δύο ήταν οι πρώτοι άνθρωποι στους οποίους τα έστειλε στην Αθήνα, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μάνος Χατζιδάκις. Μάλιστα, ο δεύτερος ενορχηστρώνει τον κύκλο των κομματιών τα οποία ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη για τη Fidelity του Αλέκου Πατσιφά τον Αύγουστο του 1960.

Ωστόσο ο Μίκης και, βέβαια, ο ισχυρός Τάκης Β. Λαμπρόπουλος της Columbia έχουν άλλη άποψη. Αν και άρεσε στον Μίκη η φωνή της Μούσχουρη, μια άλλη φωνή έμελλε να σημαδέψει τον δίσκο και το νέο μουσικό ύφος που λίγο αυθαίρετα και σχηματικά θα οριστεί ως έντεχνο λαϊκό τα επόμενα χρόνια: η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Και κάτι καθοριστικό για την εποχή: ο ήχος του μπουζουκιού του κορυφαίου σολίστ Μανώλη Χιώτη. Η πρώτη ηχογράφηση, μετά την προαναφερθείσα του Χατζιδάκι, γίνεται τον Σεπτέμβριο του 1960 και μαζί με τον Μπιθικώτση τραγουδά η Καίτη Θύμη.

Στο σημείο αυτό παραθέτουμε τη μαρτυρία του Γιάννη Καραμπεσίνη που έπαιξε τότε δεύτερο μπουζούκι πλάι στον Χιώτη. Μαρτυρία την οποία εγώ και ο δημοσιογράφος Γιώργος Ι. Κοντογιάννης αποσπάσαμε πριν από πέντε χρόνια: «Ηταν στο στούντιο ο Χιώτης, ο Μίκης κι εγώ. Μου λέει ο Μανώλης, «άντε φώναξε τον Μπιθικώτση»». Πάω, λοιπόν, κι εγώ στο Περιστέρι με το λεωφορείο. Ο Γρηγόρης ήταν στην αυλή του σπιτιού του με τα πόδια μέσα σε μια λεκάνη με νερό και το σακάκι στην καρέκλα. «Σήκω», του λέω, «σε θέλει ο Χιώτης». «Είναι σοβαρό το πράγμα;», με ρωτάει. «Για κάτι τραγούδια σε θέλει». Σκουπίστηκε, φόρεσε ένα καρό σακάκι και γραβάτα –και ας ήταν κατακαλόκαιρο. Πάμε στη Λυκούργου. Του λέει ο Χιώτης, «έχουμε κάτι τραγούδια του κυρίου Θεοδωράκη». Μου λέει ο Μανώλης, «θα παίζεις τέσσερις φορές αυτό σκέτο μπουζούκι, εδώ σιγόντο». Τουμπεκί εγώ. Τι, να κάνω τον βιρτουόζο; Αφού είχε φέρει όλη τη Λυρική εκεί», μας έλεγε ο Καραμπεσίνης. Μία ακόμη ηχογράφηση του έργου το καλοκαίρι του 1963, με ερμηνεύτρια αυτή τη φορά τη Μαίρη Λίντα, συμπληρώνει τον μύθο του «Επιταφίου».

Την ίδια χρονιά

Την χρονιά του «Επιταφίου» εκλέγεται πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζον Κένεντι, ενώ ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο νομπελίστας γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμί σκοτώνεται σε τροχαίο.

Ο κορυφαίος μαέστρος, πιανίστας και συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος αφήνει την τελευταία του πνοή στο πόντιουμ της Σκάλας του Μιλάνου κατά τη διάρκεια δοκιμής της Τρίτης Συμφωνίας του Μάλερ.

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ:

«Τα μπαράκια», 1981