Οταν το 1960 γνώρισα τον Λουίς Μπουνιουέλ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, συνειδητοποίησα ότι η θύελλα του εμφυλίου πολέμου είχε διαλύσει πολλές αυταπάτες και αφάνισε μερικούς από τους καλύτερους βλαστούς, δέντρα που είχαν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στη γη. Και στο τέλος του πολέμου, όπως συμβαίνει πάντα, οι ηττημένοι είχαν κερδίσει κατά έναν τρόπο αυτή την αδελφοκτόνο σύγκρουση που ρήμαξε τη ματωμένη γη της Ισπανίας.

Πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ, αυτός ο Γκόγια του κινηματογράφου, είχε ζήσει στη μέση ενός «τυφώνα» που συγκλόνισε τον κόσμο. Εζησε τρεις φρικτούς πολέμους και τις συνέπειές τους: δύο ευρωπαϊκούς –ο ένας κοντά στον άλλον! Και βέβαια τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο που διέλυσε τις ζωές συγγενών και φίλων. Και δεν είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι ο Μπουνιουέλ, μάρτυρας αυτής της βαρβαρότητας, μισούσε την τεχνολογία, την οποία συχνά ταύτιζε με τον θάνατο και την καταστροφή. Ξεχνούσε ίσως ότι η τεχνολογία τελικά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την επιστήμη και η γνώση αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, ν’ ανοίξει τους ορίζοντές μας και να μάθουμε καινούργια πράγματα.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε όπως ένας μοναχός ερημίτης του Μεσαίωνα και αποζητούσε πάντα τη μοναστική ζωή. Κατέφευγε σε σιωπηλούς μοναχικούς χώρους, στο Μεξικό και τη Μαδρίτη, συντροφιά με τον «θόρυβο των σκέψεων», για τον οποίο μιλάει ο Αγιος Ιωάννης του Σταυρού! «Αν πεθάνω τώρα, θα ήταν καλά, έχω ζήσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα ήταν τρομερό να είμαι αθάνατος», είπε όταν ήταν 70 ετών. Η «αποζημίωσή» του για εκείνες τις «ήσυχες» ημέρες ήταν γεύματα με φίλους, υπέροχα κρασιά και συζητήσεις με τους φίλους. Ηταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει με πάθος, βίωσε έντονες αλλαγές, κοινωνικές αναταραχές, καλλιτεχνικά κινήματα, επιστημονικές ανακαλύψεις που σημάδεψαν οριστικά τον αιώνα.

Νωρίς το πρωί, μόλις ξυπνούσε, κοιταζόταν στον καθρέφτη, αναγνώριζε τον εαυτό του, έφερνε το χέρι του στο ακουστικό βαρηκοΐας, άνοιγε τη συσκευή και απευθυνόμενος στον εαυτό του ρωτούσε «Λουίς, πώς είσαι σήμερα» και απαντούσε «Καλά, είμαι καλά». Εμενε πάντα έκπληκτος από το φως που αντίκριζε σε κάθε καινούργια ημέρα. «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα έναν γάιδαρο που βρισκόταν σε σήψη, σωρούς από κρέατα, λίπος, λίπος». Τα όνειρα είναι παροδικά όπως και οι αναμνήσεις, εικόνες, αισθήσεις, τρόμος, φόβος για το σκοτάδι, για την πτώση στο κενό… Ο Λουίς κατανοούσε πάντα τα όνειρα, τους εφιάλτες, τις παραισθήσεις.

Ο Λουίς είχε συνταξιδιώτες: τον Λόρκα, ποιητή στη Νέα Υόρκη, τον Πικάσο, τον Μιρό, τον Νταλί, τον Κάρλος Βελό και πολλούς άλλους αυτής της αξέχαστης γενιάς. Η ζωτικότητά τους θα μπορούσε να ξυπνήσει την απογοήτευση και τη βαριεστημάρα των μεταπολεμικών χρόνων!

Θυμάμαι την επώδυνη προβολή της ταινίας «El» (Αυτός), την οποία ο Λουίς Μπουνιουέλ γύρισε στο Μεξικό. Γι’ αυτή την ταινία, η οποία είναι ένα αριστούργημα, έγκυροι κριτικοί αλλά και κάποιοι φίλοι είπαν αρκετές ανοησίες.

Πολλοί θα σκεφτούν ίσως ότι τον ήξερα καλά, η αλήθεια είναι όμως ότι γνώριζα μόνο ένα μικρό μέρος της ζωής του… Γνωρίζω όμως ότι συμφωνούσε με τη ρήση του Γκόγια ότι στο πάθος και τη φαντασία δεν υπάρχουν όρια.

Είχε μια δική του θεωρία και ήταν πολύ επιφυλακτικός απέναντι στα βραβεία και τις διακρίσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τι μου έλεγε πολλές φορές σχετικά: «Κάρλος, αν μου έδιναν το Οσκαρ, θα το πετούσα κάτω με οργή και θα έφευγα». Αυτό που επίσης του άρεσε να επαναλαμβάνει και δεν το ξεχνώ ποτέ είναι η εξής προτροπή: «Ποτέ μη διαφημίζεις την ταινία σου, αυτό είναι για τις μετριότητες».