Υπάρχουν δίσκοι που θυμίζουν ολόκληρες εποχές. Και υπάρχουν και εποχές που θυμίζουν δίσκους ή που ολόκληροι κύκλοι τραγουδιών μοιάζουν να άφησαν ανεξίτηλα το στίγμα τους όχι μόνο στην εποχή που γράφτηκαν αλλά και στα επόμενα χρόνια. Ηταν άνοιξη του 1961 όταν ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi στο Παρίσι που περνούσε καθημερινά από το σπίτι όπου διέμενε ο Μίκης Θεοδωράκης, του άφησε ένα αντίτυπο της ποιητικής σύνθεσης «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, δώρο ευγενικό του ποιητή στον μουσικοσυνθέτη.

«Το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και Τα Πάθη. Θέλω με αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στον βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στο σημείωμα του εξωφύλλου της πρώτης έκδοσης (παρεμπιπτόντως το εξώφυλλο με τους αρχαγγέλους ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη) του «Αξιον Εστί». Ενός από τους εμβληματικότερους και εμπορικότερους δίσκους όλων των εποχών.

Ετσι, προέκυψε ο περιώνυμος κύκλος των τραγουδιών –μέσα σε δύο χρόνια βέβαια, αφού ο συνθέτης είχε άγχος να συνδυάσει το συμφωνικό με το βυζαντινό στοιχείο και το έντεχνο λαϊκό στοιχείο. Αυτό μάλιστα το τελευταίο είχε εκβάλει λίγο πριν στην ελληνική πραγματικότητα με τον δίσκο του «Επιτάφιου» και τη δωρική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (σημειώστε εδώ για τότε την καθοριστική συμβολή του Μανώλη Χιώτη).

Το παράδοξο όμως ήταν πως εκείνα τα χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τον δισκογραφικό κολοσσό της Columbia, αφού όπως σκέφτηκε τότε ο ιθύνων νους της εταιρείας Τάκης Β. Λαμπρόπουλος η παραγωγή του δίσκου θα άνοιγε έναν επικίνδυνο δρόμο γιατί θα υποχρεώνονταν και στους επόμενους δίσκους –αν το «Αξιον Εστί» είχε επιτυχία –να πληρώνουν δεκαπλάσιους μουσικούς και πολλαπλάσιες ώρες για ηχογράφηση. Και αυτό αφού στο «Αξιον Εστί», πέραν του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Θεόδωρου Δημητρίεφ που είχαν τον ρόλο των ερμηνευτών, ο αριθμός των συντελεστών ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Σημειώστε λοιπόν πως το 1964, μετά την υπογραφή του συμβολαίου του Μίκη με την Columbia ότι θα γράφει ένα μεγάλο συμφωνικό έργο τον χρόνο και, άρα, ότι το τελευταίο είναι συμφωνικό και έτσι στο στούντιο Alpha στα Μελίσσια, που για την ακρίβεια ήταν πλατό για ταινίες, παρέστησαν οι εξής για το μεγάλο μουσικοποιητικό εγχείρημα: οι μουσικοί της Μεικτής Ορχήστρας Αθηνών, η Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου και οι ηθοποιοί του ανδρικού χορού του Εθνικού Θεάτρου.

Και εδώ σημειώστε μία σειρά σκοπέλων που κλήθηκε να ξεπεράσει ο Μίκης, αλλά και ο ίδιος ο Ελύτης που ήταν παρών στην ηχογράφηση των χορικών. Πρώτον, η Columbia δεν πλήρωνε όπως έπρεπε τους μουσικούς και τους χορωδούς της ΜΟΑ και αυτοί συχνά αποχωρούσαν και επέστρεφαν κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης.

Δεύτερον, δεν υπήρχαν ατομικά ακουστικά, άρα οι χορωδοί έπρεπε να τραγουδήσουν ακούγοντας από τα μεγάφωνα επάνω στην ηχογράφηση. Τρίτον, οι υπεύθυνοι της εταιρείας με ακριβώς τα προαναφερόμενα προβλήματα επιχείρησαν να μπλοκάρουν τον δίσκο και με μεγάλες δυσκολίες ο Μίκης κατάφερε να ολοκληρώσει την εγγραφή, στην οποία επίσης περιλαμβάνονταν αναγνώσεις κειμένων με ψάλτες και αναγνώστες-ηθοποιούς και η σχεδόν αρχετυπική (εγγεγραμμένη πια στο συλλογικό μας πολιτισμικό DNA) φωνή στις απαγγελίες του Μάνου Κατράκη. Ειδική μνεία χρειάζεται για την ερμηνεία του Μπιθικώτση που εδώ –τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν στο στούντιο της Columbia με μπουζούκια το δίδυμο των Λάκη Καρνέζη και Κώστα Παπαδόπουλου –σφράγισε αυτό που λέμε «έντεχνη λαϊκή μουσική» ή λαϊκό ορατόριο. Ενα έργο που μέχρι σήμερα έχει σημειώσει τεράστιες πωλήσεις και έχει κυκλοφορήσει σε ακόμη δύο εκδοχές: αυτή με τον Γιώργο Νταλάρα το 1988 και με τον Γιάννη Κότσιρα το 2002. Πάντοτε, βέβαια, θα βαραίνει η ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Πάντοτε το «Αξιον Εστί» θα είναι κάτι παραπάνω από έναν δίσκο. Θα αποτελεί ένα μνημείο του σύγχρονου πολιτισμού μας. Μια λαμπρή στιγμή όπου το λαϊκό και το λόγιο στοιχείο δέθηκαν αρμονικά και έγιναν το σάουντρακ των καημών της νεότερης Ελλάδας.