H επιστολική επικοινωνία, μεταλλαγμένη στην ψηφιακή εποχή μας, παίρνει άλλους δρόμους: μπορεί το μελάνι, το στυπόχαρτο, ο φάκελος και το γραμματόσημο να έχουν εξοβελιστεί από την καθημερινότητά μας, αλλά τα SMS, τα tweets, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τα συναφή μέσα δουλεύουν ακατάπαυστα.

Ολη αυτή η διαδραστική επαφή δεν έχει αλλάξει μόνο τις προσωπικές σχέσεις, έχει προωθήσει και μια νέα ματιά στη λογοτεχνία. Η λεγόμενη e-literature (ηλεκτρονική λογοτεχνία) περιλαμβάνει στίχους διακτινισμένους μέσω κινητού, μικρά ή μεγαλύτερα διηγήματα εγκιβωτισμένα σε προσωπικά e-mail, ακόμη και μυθιστορήματα που φιλοδοξούν να ανταμώσουν τους αναγνώστες τους στην οθόνη του υπολογιστή ή της ταμπλέτας. Μολονότι μικρή (αλλά υπαρκτή), η ελληνική σχετική παραγωγή πειραματίζεται με σοβαρές προθέσεις απαντώντας στις τεχνολογικές προκλήσεις.

Τα παρόντα κείμενα φτάνουν στο αναγνωστικό κοινό με τον παραδοσιακό τρόπο, κλεισμένα σε ένα βιβλίο, σε τυπωμένες σελίδες, αλλά έλκουν την καταγωγή τους από δύο πληκτρολόγια και τέσσερα χέρια που πλοηγούσαν στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για διαλόγους, μηνύματα μεταξύ φίλων που σε κάποια στιγμή συντόνισαν και αντάλλαξαν αναμνήσεις, εμπειρίες και προσωπικές ιστορίες υφαίνοντας ένα περίεργο διακείμενο, όπου τα συγγραφικά αποτυπώματα μπερδεύονται, αλληλοσυμπληρώνονται και προωθούν μια «μαγική εικόνα» στον αναγνώστη, με τις επιτυπώσεις, τις ομοιότητες και τις διαφορές της.

H Θεσσαλονίκη, γενέθλια πόλη για τη Μ. Τοπάλη, σκοτεινό επίκεντρο μιας ζόρικης εφηβείας για τον Κ. Ματσούκα, είναι ένας πρώτος τόπος κοινής αναφοράς· τα σχόλιά τους παραπέμπουν σε ένα δυστοπικό παρελθόν, σε μια τραυματική σχέση με την πόλη, σε τάση φυγής μακριά από έναν χώρο που μόνο κατά διαλείμματα έβγαινε από την «υγρασία, το σκοτάδι, το κρύο, τη λάσπη, τις κρυμμένες λέξεις που σέρνονταν, τα φονικά» (Τοπάλη)· «νύφη του Θερμαϊκού αναίσθητη, κουλουριασμένη στην προβιά της. Και ο Βαρδάρης να ξυραφιάζει όποια ψυχή πετύχαινε μόνη στους δρόμους» (Ματσούκας). Μια πόλη που τους λακτίζει με δύναμη για αλλού, έχοντας σφραγίσει ωστόσο με πυρωμένο σίδερο τα άγουρα χρόνια τους. Αυτή η ανταλλαγή επώδυνων αναμνήσεων, με την οποία ανοίγει πρωθύστερα το βιβλίο, επικάθεται σε έναν άλλο διάλογο γύρω από τη δίδυμη πόλη της Μεσευρώπης, τη Βουδαπέστη, δύο – πόλεις – σε – μία (Βούδα και Πέστη): με διαφορά λίγων χρόνων την έχουν επισκεφθεί και οι δύο συγγραφείς και μόλις γνωρίζονται (χειμώνα του 2008) αποφασίζουν να ανταλλάξουν τις ημερολογιακές σημειώσεις τους γύρω από την πόλη. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η ιδέα του «διπλού βιβλίου» (δύο σε ένα) με τις βουτιές στη μνήμη, τις απλωτές στον πίσω χρόνο, τα απότομα περάσματα στο παρόν, τις ύστερες εννοιολογήσεις, το θάμβος, τις απορίες. Το κείμενο που η Μαρία ονόμασε «Τι είν’ η πατρίδα μου;», οι παρατηρήσεις και οι προτάσεις του Κωνσταντίνου όταν το έλαβε, η ανταπάντησή του με το τρίπτυχο «Τριλογία για απάτριδες», άλλα σημαιάκια αναγνώρισης ή κινδύνου που ανταλλάσσονται με διάφορες αφορμές κοχλιώνουν βαθμηδόν τη συνομιλία αποκαλύπτοντας ισχυρές φυγόκεντρες και κεντρομόλες κινήσεις, ταξίδια συντελεσμένα και νοερά, στις άκρες της γης και στην Κυψέλη, μακριά και κοντά, πορείες μοναχικές και παράλληλες προς την αυτογνωσία, με κοινό το άστρο της ομότεχνης αλληλεγγύης.

Ο τρόπος που επέλεξαν οι δύο συγγραφείς να λύσουν τους κόμπους μιας συνύπαρξης στα ρεύματα του Διαδικτύου, συντονίζοντας αυτοσχόλια και μικρές εξομολογήσεις, συνδέοντας και αποχωρίζοντας ασύμμετρες, ανόμοιες, αλλά δραστικές, λειτουργικές αφηγήσεις, είναι απαλλαγμένος από περίτεχνες σκηνοθετικές φροντίδες. Κάποιοι στοιχειώδεις κανόνες πλοήγησης (που κομίζονται και ως οδηγίες χρήσης προς τους αναγνώστες) κατατίθενται εντίμως από την αρχή αυτού του παιχνιδιού με ανοιχτά χαρτιά. Ισως σε αυτό το λιτό στήσιμο κερδίζεται το στοίχημα μιας διαδραστικής, δυϊκής γραφής που ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη. Η σκαλωσιά των μηνυμάτων με τα τρεμάμενα φωτάκια να αναβοσβήνουν στη νύχτα της συγγραφικής μοναξιάς, εκπομπές και λήψεις στις οθόνες του υπολογιστή, εικονίζει απλά αλλά ευρηματικά το νέο τεχνολογικό τοπίο στο οποίο κινείται (και) η λογοτεχνία, οι παραγωγοί και οι παραλήπτες της. Ενδιαφέρουσα η πρόταση, τελεσφόρο το εγχείρημα.