Οταν ο Αλ Πατσίνο, ο ηθοποιός που τον ενσάρκωσε στη μεγάλη οθόνη, τον είχε ρωτήσει γιατί είχε δώσει τέτοιον αγώνα, με τέτοιο ρίσκο, εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν ξέρω, Αλ. Ισως γιατί, αν δεν το είχα κάνει, ποιος θα ήμουν όταν ακούω μουσική;». Ετσι και τώρα. Για τη μουσική γίνονται όλα. Αυτή τη φορά, για τη μουσική της φύσης, τα δέντρα και τα χελιδόνια

Εχουν περάσει ακριβώς 40 χρόνια αφότου πρωτοκυκλοφόρησε η ταινία που τον έκανε θρύλο. Οι νεότεροι ίσως να μη γνωρίζουν καν ότι το «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λουμέτ με τον Αλ Πατσίνο στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο βασίζεται σε μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία, την ιστορία του Φρανκ Σέρπικο. Ενός ιδεαλιστή νεαρού αστυνομικού στη Νέα Υόρκη που ανακάλυψε ενόσω εργαζόταν ως μυστικός πράκτορας του Τμήματος Ηθών ένα εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς μέσα στο ίδιο του το «σπίτι», κι έγινε ο πρώτος αστυνομικός στην ιστορία της πόλης που τόλμησε να τα βάλει με το σύστημα, να βγει μπροστά, να πει την αλήθεια –με τεράστιο προσωπικό και επαγγελματικό κόστος.

ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ. Ο Φρανκ Σέρπικο είναι σήμερα 77 ετών. Τα τελευταία 33 χρόνια, ζει απομονωμένος στις όχθες του ποταμού Χάντσον, στο Στόιβεσαν της Κομητείας της Κολούμπια, δυο ώρες δρόμο από τη Νέα Υόρκη, σε μια δασώδη έκταση 1,5 στρέμματος που είχε αγοράσει το 1968, σε ένα μικρό σπίτι που έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια. «Είναι η μικρή μου όαση», λέει. «Είναι ο τόπος που θεραπεύει την ψυχή μου». Την όαση όμως ήρθε να μολύνει ένας εργολάβος κατασκευών ονόματι Φρανκ Παλαντίνο, που αγόρασε μιαν έκταση γης ακριβώς δίπλα του προκειμένου να φτιάξει και στη συνέχεια να πουλήσει μια πολυτελή κατοικία. Ο εργολάβος έκοψε πολλά δένδρα, ανάμεσά τους, όπως καταγγέλλει ο Σέρπικο, και κάποια που ανήκαν στον ίδιον∙ παράλληλα, οι μπουλντόζες του ισοπέδωσαν, όπως καταγγέλλει πάντα ο Σέρπικο, μια αμμώδη όχθη του ποταμού όπου συνήθιζαν να φτιάχνουν τις φωλιές τους εκατοντάδες χελιδόνια. Αλλά οι Αρχές δεν του δίνουν δίκιο. «Είναι σαν να πολεμάω πάλι το σύστημα», λέει. Επιστροφή στο παρελθόν.
Ο Φραντσέσκο Βίνσεντ Σέρπικο γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1936 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, το μικρότερο παιδί του Βιντσέντζο και της Μαρία Τζοβάνα Σέρπικο, ιταλών μεταναστών από την Καμπανία. Στα 18 του, κατατάχθηκε στον αμερικανικό Στρατό, τον έστειλαν για δύο χρόνια στη Νότια Κορέα. Κατόπιν σπούδασε στο Brooklyn College, παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως ιδιωτικός ντετέκτιβ και σύμβουλος νέων. Τον Σεπτέμβριο του 1959 εντάχθηκε δοκιμαστικά στο δυναμικό της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης, τη NYPD. Λίγα χρόνια αργότερα, αστυνομικός του Τμήματος Ηθών πια, ανέλαβε μια μυστική αποστολή, να εντοπίσει κρούσματα εκβιασμών και παροχής προστασίας έναντι χρημάτων. Ανακάλυψε έναν ολόκληρο κρυμμένο κόσμο παράνομων δραστηριοτήτων από τους ίδιους τους συναδέλφους του. Οπως θα έλεγε αργότερα: «Ενα 10% των μπάτσων στη Νέα Υόρκη είναι απολύτως διεφθαρμένοι, ένα 10% είναι απολύτως έντιμοι και το υπόλοιπο 80% εύχονται να ήταν τίμιοι».

Ο Σέρπικο θέλησε να καταγγείλει τη διαφθορά, πολεμήθηκε αλύπητα. Χάρη στις καταγγελίες του, οι «New York Times» κυκλοφόρησαν τον Απρίλιο του 1970, έναν χρόνο αφότου εκδόθηκε το τρίτο κατά σειρά διαζύγιο του νεαρού αστυνομικού, με πρωτοσέλιδο θέμα για την εκτεταμένη διαφθορά στη NYPD. Ο δήμαρχος της πόλης διόρισε πενταμελή επιτροπή έρευνας, την Επιτροπή Κναπ. Πριν κληθεί να καταθέσει, όμως, στις 3 Φεβρουαρίου του 1971, ο Σέρπικο πυροβολήθηκε στη διάρκεια μιας επιχείρησης για τη σύλληψη εμπόρων ναρκωτικών –που μοιάζει να ήταν στημένη από συναδέλφους του ώστε να του κλείσουν το στόμα. Η σφαίρα τον βρήκε κάτω από το μάτι. Το ασθενοφόρο δεν το κάλεσαν οι αστυνομικοί που ήταν μαζί του αλλά ένας ηλικιωμένος γείτονας. Η σφαίρα άφησε τον Σέρπικο κωφό από το ένα αυτί και με χρόνιους πόνους από τα θραύσματα που σφηνώθηκαν στον εγκέφαλό του. Επέζησε όμως και κατέθεσε στην Επιτροπή Κναπ, πρώτα τον Οκτώβριο και ξανά τον Δεκέμβριο του 1971. Η NYPD (θεωρητικά) «καθάρισε», αργότερα η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων ενισχύθηκε. Τον Μάιο του 1972, η NYPD τίμησε τον Φρανκ Σέρπικο με το ανώτερο μετάλλιο. Τελετή όμως δεν έγινε, απλώς του το έδωσαν στο γραφείο του «σαν ένα πακέτο τσιγάρα». Εναν μήνα αργότερα, ο Σέρπικο συνταξιοδοτήθηκε και έφυγε για την Ελβετία.

Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα χάριν της ταινίας που γυρίστηκε με βάση το βιβλίο που έγραψε ο Πίτερ Μάας (το μουσικό μοτίβο της οποίας υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης), ο Φρανκ Σέρπικο έζησε σχεδόν για μια δεκαετία στην Ευρώπη, πρώτα στην Ελβετία μετά στην Ολλανδία. Στην Ευρώπη γνώρισε και παντρεύτηκε το 1973 και την τέταρτη κατά σειρά γυναίκα του, την Ολλανδή Μαριάν, η οποία όμως πέθανε από καρκίνο το 1980. Την ίδια χρονιά, ο Σέρπικο επέστρεψε ήσυχα στη Νέα Υόρκη. Εγκαταστάθηκε στη «μικρή όασή» του, στις όχθες του ποταμού Χάντσον. Κατά καιρούς μιλάει σε φοιτητές σε πανεπιστήμια και σχολές αστυνομίας, πολλές φορές προσπάθησε να βοηθήσει αστυνομικούς που έζησαν εμπειρίες παρόμοιες με τη δική του. Το κτήμα του θέλει να το αφήσει όταν πεθάνει σε κάποια οργάνωση για την προστασία του περιβάλλοντος, ίσως για να χρησιμεύσει ως καταφύγιο για άλλους αστυνομικούς που ξεσκέπασαν όπως αυτός σκάνδαλα διαφθοράς μέσα στο σπίτι τους. Δεν είχε σκοπό να ξεκινήσει νέα σταυροφορία, αλλά βρέθηκε μπροστά του ο Φρανκ Παλαντίνο.

ΙΤΑΛΙΚΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ. Ο εργολάβος υποστηρίζει πως ο Σέρπικο απλώς χρησιμοποιεί τη φήμη του για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, ότι «χρειάζεται να επιστρέψει στους προβολείς της δημοσιότητας», ότι «χρειάζεται να έχει πάντα κάτι να γκρινιάζει», ότι «πήγε κι έκανε μηνύσεις σε όλους» και «οι Αρχές αποφάνθηκαν πως «δεν υπάρχει κανένα φάουλ»». Ο πρώην αστυνομικός, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως ο Παλαντίνο καταπάτησε την ιδιοκτησία του, βεβήλωσε με απαράδεκτο τρόπο τη φύση και προστατεύεται σκανδαλωδώς από τις τοπικές Αρχές –επισημαίνει πως κατά το παρελθόν νοίκιαζε σπίτι από τον τοπικό επιθεωρητή. «Υπάρχει ευνοιοκρατία», λέει. «Υπάρχουν εκείνοι που βρίσκονται μέσα σε αυτήν κι εκείνοι που βρίσκονται απ’ έξω». Ο εργολάβος δηλώνει τόσο απαυδισμένος που είναι πρόθυμος, λέει, να σταματήσει τα κατασκευαστικά έργα και να πουλήσει την ιδιοκτησία του στον οποιονδήποτε –εκτός από τον Σέρπικο. Ο τελευταίος δηλώνει τόσο απογοητευμένος με ένα σύστημα που τιμωρεί όσους προσπαθούν να κάνουν το σωστό που σκέπτεται να επιστρέψει στην Ευρώπη –μόλις πρόσφατα παρέλαβε το πρώτο του ιταλικό διαβατήριο, μαζί με το Βραβείο Αρχάγγελου Μιχαήλ από το αμερικανικό τμήμα της ANPS, της Εθνικής Ενωσης Ιταλών Αστυνομικών. Ας έρθει. Αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις ότι η διαφθορά και η ευνοιοκρατία ανθούν μόνο στην αμερικανική ήπειρο.