Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε τις πειθαρχικές ποινές της οριστικής απόλυσης και του υποβιβασμού που επιβλήθηκαν σε δυο εφοριακούς από τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.

Ειδικότερα, προϊστάμενος ΔΟΥ της Αττικής τον Σεπτέμβριο του 2001, διαπίστωσε έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, με συνέπεια να πραγματοποιηθεί από δυο επιθεωρητές λογιστικός και διαχειριστικός έλεγχος.

Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι κατά την οκταετία 1993-2001 ο διαχειριστής του γραφείου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων της ΔΟΥ ιδιοποιήθηκε κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των συμφερόντων του Ταμείου.

Αναλυτικότερα, ο διαχειριστής (εφοριακός υπάλληλος) «ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος την περιουσία του επίμαχου Ταμείου με το ποσό των 323.335.239 δρχ. (948.892,8 ευρώ) εκτός τους νόμιμους τόκους που επωφελήθηκε.

Ακολούθησε η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (1.4.2002) στο πόρισμα της οποίας αναφέρεται ότι μοναδικός υπεύθυνος για το έλλειμμα είναι ο επίμαχος εφοριακός υπάλληλος, ο οποίος ενήργησε κατά παράβαση των καθηκόντων του.

Στις 26.2.2003 ο υπουργός Οικονομικών παρέπεμψε τον εν λόγω εφοριακό στο πειθαρχικό συμβούλιο για τα πειθαρχικά αδικήματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της χαρακτηριστικής ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός της υπηρεσίας.

Το 2004 το πειθαρχικό συμβούλιο του υπουργείου Οικονομικών επέβαλε στον επίμαχο υπάλληλό του την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, καθώς κρίθηκε ότι προσπόρισε στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου, διαπράττοντας παράλληλα το αδίκημα της υπεξαίρεσης ποσού 948.892,8 ευρώ, κάνοντας χρήση ιδιαίτερων τεχνασμάτων.

Όμως, σε βάρος του επίμαχου εφοριακού ασκήθηκε και ποινική δίωξη για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος του Ταμείου Παρακαταθηκών και με προσωπικό όφελος άνω των 150.000 ευρώ. (Δηλαδή με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου).

Το 2005 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών ο εφοριακός καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για πέντε χρόνια. Μετά από έφεση του εφοριακού, το 2010 το Πενταμελές Εφετείο μείωσε τόσο την ποινή της κάθειρξης στα 12 χρόνια από τα 14 όσο και της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων στα 3 χρόνια από τα 5.

Και το 2012 ο ‘Αρειος Πάγος με απόφαση του Ποινικού Τμήματός του κατέστησε αμετάκλητη την απόφαση του 5μελούς Εφετείου.

Το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας που κατέφυγε ο εφοριακός ζητώντας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή, απέρριψε την αίτησή του κρίνοντας ότι υπέπεσε στα πειθαρχικά αδικήματα που του αποδίδονται, της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός της υπηρεσίας, όπως έκριναν επίσης οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι η πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε είναι η προσήκουσα.

Με δεύτερη απόφαση του ίδιου Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου επικυρώθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού, η οποία επιβλήθηκε σε εφοριακό υπάλληλο που υπηρετούσε εκτός Αττικής για το παράπτωμα της σοβαρής απείθειας.

Αρχικά, ο εφοριακός είχε παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο από τον υπουργό Οικονομικών για τα τέσσερα αδικήματα της: 1) παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο, 2) σοβαρής απείθειας, 3) τέλεσης από δόλο πράξεων και παραλείψεων δυναμένων να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Πολιτείας και 4) χαρακτηριστικά αναξιοπρεπής και ανάξιας υπαλλήλου διαγωγής εντός και εκτός υπηρεσίας.

Όμως, τον Δεκέμβριο του 1995 το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο έκρινε ένοχο τον επίμαχο εφοριακό μόνο για το αδίκημα της σοβαρής απείθειας. Στη συνέχεια, το 1997 από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο κηρύχθηκε αθώος για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.

Στον εφοριακό αποδίδεται ότι δεν υπάκουσε σε εντολές (έγγραφο) της διεύθυνσης δημόσιας περιουσίας για ανάκληση εγγράφου του που απευθυνόταν σε ιδιώτες και αφορούσε στην ύπαρξη ή μη δικαιωμάτων του Δημοσίου σε εκτάσεις στις οποίες οι εν λόγω ιδιώτες φέρονταν να έχουν δικαιώματα κυριότητας.

Στη συνέχεια, απέστειλε έγγραφο (2.3.1994) στο οποίο με «ύφος απαράδεκτο», όπως σημειώνεται στη δικαστική απόφαση, ανέφερε ότι δεν ανακαλεί το έγγραφό του γιατί οι εκτάσεις αυτές δεν αποτελούν δημόσια κτήματα.

Ο επίμαχος εφοριακός προσέφυγε στο ΣτΕ, αλλά το 2001 έχασε τη δίκη, καθώς κρίθηκε ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν η προσήκουσα.

Μετά την έκδοση της απόφασης του Πλημμελειοδικείου ζήτησε τον ίδιο χρόνο (2001) την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, αίτημα το οποίο και πάλι απορρίφθηκε.

Ο εφοριακός επανήλθε στο ΣτΕ το 2008 (αφού ξεκίνησε η διαδικασία από το Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο Αθηνών) για επανάληψη της πειθαρχικής σε βάρος του διαδικασίας. Όμως το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο για ακόμη μια φορά απέρριψε την αίτησή του οριστικοποιώντας έτσι την πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού.