Ο Εντουαρντ Σνόουντεν είναι ένας μοντέρνος κατάσκοπος. Νέος, πράος άνθρωπος, με πολλές και εξειδικευμένες τεχνολογικές γνώσεις, ο Σνόουντεν υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στη δουλειά του δεν χρησιμοποιεί ούτε γρήγορα αυτοκίνητα ούτε περίπλοκα γκάτζετ∙ μόνο ένα γραφείο και έναν υπολογιστή. Με αυτά τα δύο απλά εργαλεία μπορεί να κατασκοπεύσει τους πάντες οπουδήποτε. Και δεν είναι ο μόνος, όπως αποκάλυψε στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν». Από την Κυριακή το βράδυ, όταν ο αμερικανός δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ ανέβασε στον λογαριασμό του στο twitter το λινκ με τη συνέντευξη του πρώην τεχνικού της CIA στην «Γκάρντιαν», ο Σνόουντεν είναι ο ήρωας όλων όσοι βλέπουν τον Μεγάλο Αδελφό να είναι πανταχού παρών.

Ο ίδιος δεν αποδέχεται τον τίτλο. «Δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν ήρωα, γιατί το κάνω για μένα: δεν θέλω να ζω σε έναν κόσμο χωρίς ιδιωτικότητα και επομένως έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για πνευματική εξερεύνηση και δημιουργικότητα». Οπως αποκάλυψε στον Γκρίνγουολντ από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Χονγκ Κονγκ όπου αναζήτησε καταφύγιο επειδή πιστεύει ότι δεν θα έχει μια δίκαιη δίκη στη χώρα του, «παρακολουθούμε τα ηλεκτρονικά δίκτυα όλων και παντού». Δεν είναι γνωστό σε ποιο ακριβώς μέρος βρίσκεται. Ο Σνόουντεν λέει μόνο ότι επέλεξε το Χονγκ Κονγκ λόγω της «μακράς του παράδοσης στην ελευθερία της έκφρασης». Και επιμένει πως σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να παραμείνει ανώνυμος, γιατί είναι πεπεισμένος ότι δεν έχει κάνει κάτι κακό.

Σχεδόν μία εβδομάδα μετά τον σάλο που έχουν προκαλέσει οι αποκαλύψεις για τα προγράμματα παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι Μυστικές Υπηρεσίες των ΗΠΑ αρκετά χρόνια τώρα, ο νέος «Μπράντλεϊ Μάνινγκ» συνεχίζει να μιλά και να περιγράφει ένα «τρομακτικό» δίκτυο. «Είχα το δικαίωμα να υποκλέπτω τον καθένα: εσένα –λέει απευθυνόμενος στον δημοσιογράφο της «Γκάρντιαν» -, έναν ομοσπονδιακό δικαστή, ακόμη και τον Πρόεδρο, εάν είχα κάποιο προσωπικό e-mail».

Ο Σνόουντεν μεγάλωσε στη Βόρεια Καρολίνα και στο Μέριλαντ, κοντά στο αρχηγείο της NSA στο Φορντ Μιντ. Δεν ήταν ποτέ «καλός μαθητής». Δεν πήρε καν απολυτήριο λυκείου. Το 2003 κατετάγη στον Στρατό ελπίζοντας να πολεμήσει στον πόλεμο του Ιράκ. Ενα ατύχημα και στα δύο πόδια όμως, κατά τη διάρκεια μιας άσκησης, τον έφερε εκτός Στρατού. Στη συνέχεια «πήρε μεταγραφή» για την NSA όπου εργάστηκε στην αρχή ως φρουρός ασφαλείας και κατόπιν στη CIA, όπου ανελίχθηκε πολύ γρήγορα χάρις στην κλίση του στους υπολογιστές.

ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΗ… Το 2007 η CIA τον έστειλε με διπλωματική κάλυψη στα γραφεία της στη Γενεύη. Εκεί, υποστηρίζει, ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την πραγματική δραστηριότητα των συναδέλφων του. Εκεί, σκέφτηκε για πρώτη φορά να φέρει στο φως την «αμερικανική πειρατεία». Η εκλογή τού Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και η υπόσχεση ότι θα κάνει στροφή στις πολιτικές τού προκατόχου του στον Λευκό Οίκο, τον έκαναν να αλλάξει γνώμη. Προσωρινά. Το 2009, έφυγε από τη CIA για να εργαστεί σε μια ιδιωτική εταιρεία, την Booz Allen, η οποία αναλάμβανε έργα της NSA. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Σνόουντεν δεν είδε τις πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις. «Αρχισα σιγά σιγά να σκληραγωγούμαι. Δεν μπορείς να κάθεσαι και να περιμένεις κάποιον άλλον να αντιδράσει. Εψαχνα για ηγέτες αλλά συνειδητοποίησα ότι ηγεσία, τελικά, είναι να είσαι ο πρώτος που θα αντιδράσει».

Μέχρι και πριν από τρεις εβδομάδες, ο Σνόουντεν εργαζόταν σε ένα γραφείο της NSA στη Χαβάη. Αφού εξασφάλισε αντίγραφα όλων των απόρρητων αρχείων που σκόπευε να αφήσει να διαρρεύσουν στον Τύπο, στις 20 Μαΐου, επιβιβάστηκε σε μια πτήση για Χονγκ Κονγκ και αποχαιρέτησε οριστικά μια άνετη ζωή –ο ετήσιος μισθός του έφθανε τα 200.000 δολάρια -, τη σύντροφό του, την οικογένειά του και βέβαια την πατρίδα του.

Ο Σνόουντεν γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει παραβεί τον νόμο. Επίσης γνωρίζει ότι η αμερικανική κυβέρνηση και οι Μυστικές Υπηρεσίες θα τον κυνηγήσουν ώς την άκρη του κόσμου. Μια σκέψη, την οποία μοιράστηκε με τον Γκρίνγουολντ, είναι να ζητήσει άσυλο στην Ισλανδία. Αρκετοί πάντως από τους 320.000 κατοίκους του νησιού, που δεν βλέπουν με καλό μάτι τις αμερικανικές πρακτικές, θα ήταν ευτυχείς να τον φιλοξενήσουν∙ όπως έκαναν με τον εκκεντρικό σκακιστή Μπόμπι Φίσερ και τον ιδρυτή του Wikileaks, τον Τζούλιαν Ασάνζ.