Η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την οικολογία. Αυτό μαρτυρούν μετρήσεις από ειδικούς, οι οποίες δείχνουν ότι παράλληλα με την πτώση του δείκτη της βιομηχανικής παραγωγής έχουν μειωθεί και κάποιοι ρύποι στην ατμόσφαιρα. Αυτό υποστηρίζουν και ΜΚΟ που εστιάζουν στις εναλλακτικές και συμφέρουσες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο απολογισμός όμως αποδεικνύει ότι η συγκυρία μένει σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη.

«Τους τελευταίους δέκα μήνες αντιμετωπίσαμε ένα μπαράζ μέτρων ενάντια στο επενδυτικό κλίμα των φωτοβολταϊκών με την επιβολή έκτακτης εισφοράς», παρατηρεί ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος στον τομέα Ενέργειας της Greenpeace. Και προσθέτει: «Ενισχύεται η βρώμικη ενέργεια που παράγεται από λιγνίτη και αποσταθεροποιείται η αγορά των ανανεώσιμων πηγών αφού υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης των υποψήφιων επενδυτών προς την Πολιτεία». Η περικοπή στις εγγυημένες τιμές των φωτοβολταϊκών αγγίζει το 50%. Από τα 238,75 ευρώ ανά μεγαβατώρα έπεσε στα 125 ευρώ με υπουργική απόφαση του περασμένου Μαΐου.

Πριν από τέσσερα χρόνια, οι προβλέψεις μιλούσαν για δημιουργία 26.000 άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας μέχρι το 2014 στον τομέα των φωτοβολταϊκών. Η «ηλιακή ανάπτυξη» όμως δεν ήρθε.

Πέρυσι δαπανήσαμε περίπου ένα δισ. για την παραγωγή ενέργειας στα νησιά από πετρέλαιο αντί για επενδύσεις σε ήλιο και αέρα. Το 50% των εκπομπών σε διοξείδιο του άνθρακα προέρχεται από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει ανάλυσης των πιο πρόσφατων στοιχείων από την Greenpeace και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, το κόστος για την οικονομία από τη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών φτάνει τα 3,9 δισ. ευρώ. Παράλληλα εκτιμάται ότι χάνονται στην Ελλάδα λόγω ασθενείας από τη ρύπανση πάνω από ένα εκατομμύριο εργατοημέρες ετησίως.

ΜΕΙΩΣΗ ΡΥΠΩΝ. Την περιβαλλοντική ευκαιρία στον καιρό της ύφεσης διαπίστωσε και ο Μιχάλης Βρεκούσης, ερευνητής στο Κέντρο Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Υδάτινων Πόρων του Ινστιτούτου Κύπρου. Μαζί με άλλους ειδικούς κατέγραψε μέσω δορυφορικών αισθητήρων και επίγειων παρατηρήσεων μείωση έως και 40% στα επίπεδα του διοξειδίου του αζώτου και στο διοξείδιο του θείου κατά 48%. «Κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω του σημαντικού περιορισμού της χρήσης οχημάτων και της συρρίκνωσης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων επταπλασιάστηκε η μείωση του διοξειδίου του αζώτου και τριπλασιάστηκε η μείωση του διοξειδίου του θείου», λέει.

Η θετική αυτή εξέλιξη στον τομέα της οικολογίας επισκιάστηκε από την παράπλευρη απώλεια του νέφους των τζακιών. Ειδικά τον περασμένο χειμώνα η καύση ξυλείας και άλλων προϊόντων οδήγησε στην αύξηση των επιπέδων των αιωρούμενων σωματιδίων, κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Σύμφωνα με τον κ. Βρεκούση η περαιτέρω μείωση της ρύπανσης θα ήταν εφικτή εάν παρεχόταν από μια σειρά κινήτρων για διεύρυνση της χρήσης των μέσων μαζικής μεταφοράς και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παράλληλα, όπως τονίζει, θα έπρεπε να μειωθεί η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης και να γίνονται συνεχείς έλεγχοι των εκλυόμενων ρύπων από τις βιομηχανίες.