Ενα blockbuster έρχεται, με ελαφρώς ανατρεπτικές διαθέσεις και δίχως αξιοσημείωτο αντίπαλο δέος, σε μια λιτή κινηματογραφική εβδομάδα.

«Iron Man ΙΙΙ»: Ο Iron Man, ήρωας της Marvel Comics, πρωτοεμφανίστηκε το 1963 και έκτοτε αποθεώθηκε από τους φανατικούς των κόμικς, κάτι που έπεσε στην αντίληψη των στούντιο που επί σειρά ετών (για την ακρίβεια από το 1990) προσπαθούσαν να στήσουν μια πειστική μεταφορά στη μεγάλη οθόνη. Γιατί, ξέρετε, τους φανατικούς των κόμικς δύσκολα τους ικανοποιείς. Και, πολλές φορές, η «αποδοχή» τους μπορεί και να καθορίσει την εμπορική επιτυχία (ή αποτυχία) μιας πολυδάπανης παραγωγής.

Η λύση ήρθε το 2008, με την έλευση του ανανεωμένου Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ που πρωταγωνίστησε στο.. «Iron Man» ως έμπορος όπλων που «ξαναβαφτίζεται» από το ομότιτλο τραγούδι των Black Sabbath (ετοιμάζουν νέο δίσκο, βοήθειά μας) αποφασίζοντας να «αλλαξοπιστήσει» για το καλό της ανθρωπότητας –ή, καλύτερα, του δυτικού πολιτισμού, μια αμυχή που αυτό εδώ το δεύτερο κατά σειρά σίκουελ επιχειρεί να εξωραΐσει.

Η ουσία πάντως είναι πως το Χόλιγουντ θέλησε με το «Iron Man» να κατασκευάσει άλλον έναν ενήλικο ήρωα σε κρίση. Και αυτή η τάση κορυφώνεται εδώ, με τον Τόνι Σταρκ, δηλαδή τον «Iron Man», να «βαράει» κρίσεις πανικού σχεδόν κάθε μισή ώρα. Αλλωστε (και αυτό είναι σημαντικό), ο ήρωας αυτός δεν διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Οπως και ο Μπάτμαν, έτσι κι αυτός «αναβαθμίζεται» μέσω της τεχνολογίας –αλλά κάτω από τη στολή είναι άνθρωπος «όπως όλοι», που λένε.

Εκεί όμως που οι ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν είναι σχεδόν νεκρικά σοβαρές, το χιούμορ στο «Iron Man 3» σαρώνει τα πάντα. Τα φαρσικά στιγμιότυπα δίνουν και παίρνουν, ενώ οι πνευματώδεις ατάκες αποτελούν την πλειονότητα των διαλόγων, σε τέτοιον βαθμό που μέχρι το πρώτο μισό αναρωτιέσαι αν βλέπεις κωμωδία –στη μεγάλη αποκάλυψη της πλοκής, όμως, σιγουρεύεσαι (βοηθούν και οι εξαίσιες γυναίκες παρουσίες των Γκουίνεθ Πάλτροου και Ρεμπέκα Χολ).

Σημειώστε πως τη σκηνοθεσία εδώ έχει αναλάβει ο Σέιν Μπλακ, που με το υπέροχο «Kiss kiss bang bang» το 2005 σατίρισε υπογείως τη χολιγουντιανή βιομηχανία. Αλλά επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικά αδύνατον, ο Μπλακ κάνει κάτι άλλο εδώ, που πολιτικά μιλώντας έχει πιο ενδιαφέρον: στήνει έναν κακό («Μανδαρίνος» –τον ενσαρκώνει με τρελό κέφι ο Μπεν Κίνγκσλεϊ) που παραπέμπει σε τρομοκρατική φιγούρα α λα Μπιν Λάντεν και στη συνέχεια τον διαβάλλει με τέτοιον τρόπο που, τελικά, η «ευθύνη» της καταστροφής βαραίνει αποκλειστικά μια αμερικανική πολυεθνική. «Εμείς δημιουργούμε τους τρομοκράτες» λέει λίγο-πολύ, το «Iron Man 3», και το κάνει ενώ παράλληλα διακωμωδεί όλα τα κλισέ των blockbuster, του ιδιώματος που, υπογείως, υπηρετεί.

Είναι τέτοια η αυτοσαρκαστική πόζα του «Iron Man 3» που, στ’ αλήθεια, οι λιγότερο ενδιαφέρουσες στιγμές του φιλμ είναι αυτές που αφορούν κυνηγητά, αερομαχίες και όλα τα σχετικά. Το οποίο σε οδηγεί στην ακόλουθη θλιβερή διαπίστωση: το CGI (δηλαδή τα ψηφιακά ειδικά εφέ) σκότωσε το δέος στο σινεμά. Πρέπει να υπάρχουν σαράντα χιλιάδες εκρήξεις κι άλλες τόσες κασκάντες στο φιλμ. Ολες δείχνουν εντυπωσιακές. Μα διόλου αληθινές.

Βαθμοί: 5