Η νίκη, έστω και δύσκολη, του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι ικανοποίησε τον Φρανσουά Ολάντ. Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν ο «δικός του» υποψήφιος, του είχε στείλει κι ένα βίντεο συμπαράστασης στις αρχές Φεβρουαρίου.

Απομονωμένος σε μια συντηρητική Ευρώπη, ο γάλλος πρόεδρος είχε επειγόντως ανάγκη από ένα σύμμαχο ως αντίβαρο στην Αγγελα Μέρκελ. Η Ιταλία αποτελούσε την πρώτη ελπίδα μιας ανακατάταξης προς τα αριστερά. Με δεδομένο όμως ότι, παρά τη νίκη του Μπερσάνι, η Ιταλία καθίσταται ακυβέρνητη, η χώρα αυτή δεν μπορεί παρά να είναι σήμερα ένας αδύναμος σύμμαχος της Γαλλίας.

Ο Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς, υπεύθυνος του Σοσιαλιστικού Κόμματος για διεθνή θέματα, ανακεφαλαιώνει ως εξής την κατάσταση: «Τα αποτελέσματα είναι ένα καλό νέο, αφού ο Μπερσάνι είναι ένας στρατηγικός και πολιτικός σύμμαχος που υπερασπίζεται το όραμά μας για την Ευρώπη, την ίδια στιγμή όμως ο εύθραυστος χαρακτήρας του μελλοντικού κυβερνητικού συνασπισμού απειλεί να παρατείνει την ευρωπαϊκή αβεβαιότητα».

Για τον υπουργό Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών δημιουργούν δυσκολίες. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως. Η γαλλική προεδρία είναι πεισμένη ότι η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού στην Ιταλία ενισχύει τη γαλλική ανάλυση της κρίσης. Και δείχνει την ανάγκη να συνδυαστεί η δημοσιονομική εξυγίανση με ανάπτυξη και αλληλεγγύη.

Ο Ολάντ το έλεγε στις αρχές Φεβρουαρίου στο Ευρωκοινοβούλιο: «Αυτό που μας απειλεί σήμερα δεν είναι πλέον η δυσπιστία των αγορών, αλλά η δυσπιστία των λαών». Και στην επίσκεψή του στην Αθήνα, όμως, τόνισε ότι «φτάνει μια στιγμή που δεν μπορούμε να μιλάμε πια για θυσίες, προσπάθειες και πόνο, λες και το να υποφέρουμε όλοι μαζί μας κάνει πιο χαρούμενους».

Προς το παρόν, επισημαίνουν στη Λιμπερασιόν ο Μαρκ Σεμό και ο Ζαν Κατρεμέρ, οι εταίροι της Ιταλίας δεν έχουν πρόθεση να αλλάξουν πολιτική. «Ελπίζω ότι δεν θα υποκύψουμε στον λαϊκισμό εξαιτίας των εκλογικών αποτελεσμάτων σε μια χώρα», δήλωσε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. «Πρέπει να αναρωτηθούμε αν θα καθορίσουμε την οικονομική μας πολιτική με βάση βραχυπρόθεσμα εκλογικά δεδομένα ή τη θέλησή μας να εξασφαλίσουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Για μένα, η απάντηση είναι σαφής: ποτέ δεν είπαμε ότι θα είναι εύκολο, ξέραμε ότι θα είναι δύσκολο και έτσι θα συνεχίσει να είναι».

Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών έχουν προκαλέσει βαθειά ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πολύ περισσότερο που η δυσφορία δεν περιορίζεται σήμερα στις χώρες του Νότου. Στην ίδια τη Γερμανία, το 60% των πολιτών θεωρεί ότι το ευρώ έκανε κακό. Και στη Βρετανία, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον εξήγγειλε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της χώρας στο ευρώ. «Είμαστε αντιμέτωποι με ένα διπλό λαϊκισμό», τόνισε ο Φρανσουά Ολάντ σε μια παλιότερη σύνοδο κορυφής. «Στη βόρεια Ευρώπη, οι πολίτες δεν θέλουν πια να δίνουν. Και στη νότια Ευρώπη, οι πολίτες δεν θέλουν πια να υποφέρουν».

Αυτό που επικρίνεται πλέον είναι η στρατηγική που επέλεξαν οι ευρωπαϊκές χώρες για την έξοδο από την κρίση. «Η Ευρώπη αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν ακριβώς το αντίθετο», τονίζει ο Ζαν Πιζανί-Φερί, επικεφαλής του ιδρύματος Bruegel. «Για να μειωθεί ο κίνδυνος μιας κοινωνικής και πολιτικής έκρηξης, θα πρέπει να επιβραδυνθεί ο ρυθμός της δημοσιονομικής αυστηρότητας».

Η συζήτηση αυτή έχει ήδη αρχίσει στις Βρυξέλλες. «Δεν έχουμε έμμονη ιδέα με το όριο του 3% για το έλλειμμα», λένε στην Κομισιόν. «Δώσαμε δύο χρόνια παράταση στην Ελλάδα, ένα στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ρυθμός μείωσης του διαρθρωτικού ελλείμματος, κάτι που δεν εξαρτάται από τη συγκυρία».