Θραύση κάνει παγκοσμίως το πορνό της νοικοκυράς, όπως χαρακτηρίστηκαν εύστοχα οι άνευ αποχρώσεων, πλην αυτών της ανοστιάς, «Αποχρώσεις του γκρι» της Βρετανίδας Ε.Λ. Τζέιμς. Ακόμα δεν έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός που ξεσήκωσαν πριν μερικά χρόνια τα βαμπιρολογικά μυθιστορήματα της Αμερικανίδας Στέφενι Μάιερ, με βαθύτερο (βαθύτατο…) νόημα τον φόβο μιας παρθένας για τη διακόρευση. Ακόμα συζητούνται στη Γερμανία οι «Υγρές ζώνες» της Σαρλότ Ρος, όπου εξέχουσα θέση κατέχει η εμπειρία της πρώτης εμμηνορρυσίας. Και πλάι σ’ όλη αυτή τη φιλολογία γύρω από το γκρι και το κόκκινο του γυναικείου ψυχοσωματικού σύμπαντος έχουμε πάντα, φυσικά, το αγνό ροζ, σε απόχρωση μπομπονιέρας, το απανταχού σταθερό είδος μπεστ σέλερ της εποχής μας, διαθέσιμο σε διάφορα λογοτεχνικά ντιζάιν, που η αισθητική ποιότητά τους παραλλάσσει, σε αρκετά στενά όρια βέβαια, ανάλογα με το επίπεδο της παιδείας κάθε λαού, αλλά είναι ζήτημα αν υπηρετεί κάτι περισσότερο από έναν γυναικείο κομφορμισμό.

Δεν θα μπω σε συζήτηση για τους λόγους που αυτή η μορφή λογοτεχνίας τραβάει όσο καμιά άλλη τόσες και τόσες γυναίκες, έπειτα από μισόν αιώνα ιδεολογικής ηγεμονίας και θεσμικών κατακτήσεων του φεμινισμού. Είτε απαντήσουμε, παραφράζοντας ελαφρά το λαϊκό άσμα, ότι «της γυναίκας η ψυχή είναι μια άβυσσος» είτε λέγοντας το αντίθετο, ότι δηλαδή της γυναίκας η ψυχή απέχει τελικά αρκετές λεύγες από τα βάθη μιας αβύσσου, θα πέσει βαρύς επάνω μας ο πέλεκυς της πολιτικής ορθότητας για το έγκλημα του σεξισμού. Πέρα από τέτοιες απαντήσεις υπάρχουν οι εύσχημες, καταπραϋντικές εξηγήσεις μιας παιδαγωγικών προθέσεων κοινωνιολογίας. Ας το αφήσουμε, λοιπόν. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει, νομίζω, το ερώτημα τι σημαίνει αυτό το φαινόμενο για το μέλλον της λογοτεχνίας.

Λογοτεχνία σήμερα διαβάζουν σχεδόν μόνον οι γυναίκες. Και σύμφωνα με την απάντηση που δίνουν οι περισσότερες όταν ερωτώνται γιατί, το κάνουν για να ονειρεύονται. Αυτό σημαίνει ότι αναζητούν εκεί ανταπόκριση στις δικές τους επιθυμίες κι επιβεβαίωση των δικών τους, «soft» ή «ήπιων», αξιών –που είναι άλλωστε και οι δεσπόζουσες στην αξιακή κλίμακα της εποχής μας. Το ανδρικό φύλο, ζώντας το λυκόφως των θεών του, τις συνέπειες από την αυτοανάφλεξη του πολιτισμού του μέσα στον «σύντομο εικοστό αιώνα», έχει περιέλθει σε αφασία, που μπλοκάρει τη διάθεση για ονειροπολήσεις, αναζητήσεις, προβληματισμούς μέσω της λογοτεχνίας ή γενικά του λόγου. Αντί γι’ αυτό καταφεύγει στο Διαδίκτυο με σκοπό να εντρυφήσει σε μερικές τυπικά ανδρικές ροπές, όχι από τις πιο αξιοθαύμαστες, όπως η οφθαλμοπορνεία, τα πολεμικά παιχνίδια ή η «έξυπνη» (εξυπνακίστικη) ατάκα. Η επικότητα, οι ιδέες, το ρίσκο της περιπέτειας, οι ευρυγώνιες θεωρήσεις, αλλά και η κριτική στάση δεν είναι πολύ δημοφιλή πράγματα στην εποχή μας, που αποζητάει την παραμυθία μιας οικείας, ψιθυριστής φωνής, μιας εμπιστευτικής, ζεστής συνομιλίας μακριά από την τύρβη και τις σκοτούρες της μεγάλης σκηνής του κόσμου.

Η πετυχημένη λογοτεχνία, η λογοτεχνία που θριαμβεύει σε πωλήσεις και συζητήσεις (οσοδήποτε ρηχές ή ανούσιες), γράφεται σήμερα κυρίως από γυναίκες, απευθύνεται κυρίως σε γυναίκες και είναι πολύ λογικό ν’ αντανακλά ειδικές ευαισθησίες των γυναικών. Οι μικρές προσωπικές ιστορίες, η ψυχολογική ή ψυχολογίζουσα ενδοσκόπηση, οι διαφυλικές σχέσεις, τα ενδότερα της οικογένειας, ο δεσμός της μητέρας με το παιδί, τα προβλήματα των παιδιών, οι γυναικείες φιλίες, οι (πάντοτε ευοδωμένες τελικά) προσπάθειες μιας γυναίκας ν’ αποκτήσει αυτοπεποίθηση, σεβασμό και κύρος σ’ ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον ανήκουν στα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της λογοτεχνίας. Η πίεση που εξασκεί στον συγγραφικό κόσμο η επιτυχία της είναι τόσο μεγάλη ώστε πολλοί συγγραφείς, όχι μόνον άνδρες αλλά και γυναίκες, διστάζουν ή αποθαρρύνονται από τους εκδότες τους να γράψουν γι’ άλλα θέματα, ενώ ακόμα περισσότεροι προσπαθούν, με ή χωρίς επιτυχία, να προσαρμόσουν τη θεματολογία και τη γραφή τους στις προσδοκίες ενός γυναικείου κοινού. Γιατί το βιβλίο στις μέρες μας δεν είναι πολιτισμικό και παρεμπιπτόντως εμπορικό αγαθό. Είναι πρωτίστως εμπορικό. Ακόμα κι ένας συγγραφέας που πουλάει τον ασύλληπτο για τους περισσότερους συγγραφείς στην Ελλάδα αριθμό των 10.000 αντιτύπων δεν μπορεί παρά να αισθάνεται πως η φωνή του σβήνει μέσα στον σαματά που προκαλούν τα 100.000 ή 150.000 αντίτυπα μιας «ροζ» μπεστσελερίστριας. Και αν δεν το αισθάνεται από μόνος του, θα τον κάνει να το αισθανθεί, αργά ή γρήγορα, ο εκδότης του.

Μα, θα ρωτήσει κανείς, γιατί η γυναικεία λογοτεχνία πρέπει οπωσδήποτε να είναι ροζ (ή γκρι ή κόκκινη); Δεν πρέπει και δεν είναι πάντα. Ούτε βέβαια είναι από τη φύση τους «ροζ», ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ασήμαντα, θέματα όπως τα παραπάνω. Συμβαίνει όμως εδώ ό,τι με κάθε μορφή κυριαρχίας που ευφραίνεται στη σιγουριά της απουσίας αντίπαλου δέους, μιας πρόκλησης που την αμφισβητεί ριζικά: οδηγείται από μόνη της στη διάλυση του ήθους της, στην υποστροφή του σε στοιχειακές ροπές, αποδεσμευμένες πια από γενικότερες αξίες, στην υπερόξυνση αυτών των ροπών, με μια λέξη στον εκφυλισμό.

Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Ο κατεξοχήν τρόπος συνειδητής εμπλοκής τους σε μια υπόθεση είναι ο προσωπικός δεσμός, η συμπαθητική ταύτιση («αυτή ή, σπανιότερα, αυτός θα μπορούσε να ήμουν εγώ»). Αποτελεί κοινό μυστικό μεταξύ των συγγραφέων ότι ένα μυθιστόρημα σήμερα δεν έχει καμιά ελπίδα επιτυχίας, αν δεν πρωταγωνιστούν σ’ αυτό χαρακτήρες με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί μια γυναίκα. Αυτός ο γυναικείος τρόπος προσέγγισης του κόσμου όχι μόνο δεν είναι κακός αλλά έχει πολύ σημαντικές αρετές, γιατί γειώνει τις αφηρημένες ιδέες και τις ψυχρές αρχές στο ανθρώπινο επίπεδο, στον χώρο των αξεχώριστων από συναισθήματα διαπροσωπικών σχέσεων, εκεί όπου κρίνονται τελικά η εγκυρότητα και η αξία τους.

Αλλά όταν η στάση αυτή ηγεμονεύει κάπου, όπως για παράδειγμα στη λογοτεχνία, σε τέτοιον βαθμό ώστε παύει να γνωρίζει αντίσταση από κάτι άλλο, ωθείται στον ναρκισσισμό και τελικά στον αυτισμό. Η ενδοσκόπηση γίνεται αυτοκολακεία, η διερεύνηση των συναισθημάτων γλυκερή συναισθηματολογία, η εξομολόγηση ασημαντολογία, η παρατήρηση των ανθρώπινων σχέσεων προβολή ευσεβών (ή και ασεβών) πόθων, που εκλαμβάνονται ως πραγματικότητα. Κάτι που άρχισε ως κίνημα για τη γυναικεία αυτογνωσία καταλήγει να είναι ροζ λογοτεχνία. Αυτό ζούμε σήμερα.

Ουσιαστικά, η επικράτηση της ροζ λογοτεχνίας σημαίνει την απόσυρση της γυναίκας από τη λογοτεχνία. Παρόλο που υπάρχουν σήμερα εξίσου πολλές γυναίκες συγγραφείς όσοι άνδρες, αν όχι περισσότερες, και υπερέχουν ασύγκριτα σε πωλήσεις των βιβλίων τους, η εκπροσώπησή τους στη λογοτεχνία αξιώσεων γίνεται ολοένα μικρότερη. Είναι ακατανίκητη η έλξη που εξασκεί η προοπτική της συγγραφής ενός εκτυφλωτικά ροζ (ή γκρι ή κόκκινου) μπεστ σέλερ…