Οταν στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο κόσμος λιμοκτονούσε, υπήρχαν 15 γυναίκες που καθημερινά έτρωγαν ό,τι πιο εκλεκτό κυκλοφορούσε στη Γερμανία αλλά δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούν μπουκιά. Την περίοδο που η προσωπική ζωή του Αδόλφου Χίτλερ ήταν ένα μυστήριο ακόμη και για τους στενούς του συνεργάτες, αυτές οι γυναίκες ήξεραν από πρώτο χέρι τι προέβλεπε το καθημερινό μενού του Φίρερ –κυρίως φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Ηταν τα μέλη μιας επίλεκτης ομάδας που δοκίμαζε με το ζόρι το φαγητό του Χίτλερ, ο οποίος ζούσε με τον φόβο ότι κάποιος θα τον δηλητηρίαζε. Η γερμανίδα Μάργκοτ Βελτ ήταν μία από αυτές τις γυναίκες. Στα 95 της σήμερα, με ανοιχτές ακόμη τις ψυχολογικές πληγές από την εμπειρία του πολέμου, η Βελτ μιλάει πρώτη φορά για την καριέρα της ως «γευσιγνώστριας» του Χίτλερ.

Το 1939 ξεκίνησε με καλούς οιωνούς για τη Βελτ. Ηταν 22 ετών, πολύ ερωτευμένη και νιόπαντρη με τον προϊστάμενό της στην Εφορία Βερολίνου. Τα πρώτα σύννεφα σκίασαν τη ζωή του ζευγαριού με την έναρξη του πολέμου, αφού ο άνδρας της κλήθηκε στο μέτωπο και πολύ σύντομα συμπεριλήφθηκε στη λίστα των αγνοουμένων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1942, το διαμέρισμά της βομβαρδίστηκε και η Βελτ βρήκε καταφύγιο στο εξοχικό σπίτι της πεθεράς της. Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί. «Ο δήμαρχος ήταν Ναζί και ενημέρωσε τα SS για τη νέα μου κατοικία. Με βρήκαν σχεδόν με το που είχα φθάσει και με πήγαν στο Λημέρι του Λύκου», αφηγείται στους «Τάιμς» του Λονδίνου. Στο περιβόητο καταφύγιο στο χωριό Γκέρλιτς της Ανατολικής Πρωσίας (σήμερα αποτελεί τμήμα της Πολωνίας), ο Χίτλερ πέρασε 800 ημέρες: από το 1941 έως τον Νοέμβριο του 1944.

Για τα επόμενα δυόμισι χρόνια, η Βελτ και 15 ακόμη γυναίκες «εργάζονταν» σε ένα παρακείμενο κτίριο. «Δουλειά μας ήταν να δοκιμάζουμε το φαγητό του Χίτλερ πριν από εκείνον. Αν φοβόμουν; Ασφαλώς. Εάν ήταν όντως δηλητηριασμένο, δεν θα βρισκόμουν εδώ σήμερα. Δεν είχαμε επιλογή όμως». Η διαδικασία ήταν η ίδια κάθε μέρα: «Μεταξύ 11 και 12 ακριβώς δοκιμάζαμε το φαγητό και μόνο αφού είχαμε φάει και οι 15 το πήγαιναν στο καταφύγιο». Τη μία τουλάχιστον ώρα που μεσολαβούσε, οι γερμανοί υπάλληλοι περίμεναν για τυχόν επιδράσεις του φαγητού στις γυναίκες.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Βελτ, της μοναδικής εν ζωή «γευσιγνώστριας», ο Χίτλερ ήταν χορτοφάγος. Το μενού αποτελούνταν από «τα πιο εκλεκτά φρέσκα λαχανικά, από σπαράγγια έως πιπεριές και μπιζέλια τα οποία σερβίρονταν με ρύζι και σαλάτες. Ηταν πολύ νόστιμα. Δεν υπήρχε όμως κρέας και δεν θυμάμαι να υπήρχε ούτε ψάρι. Τα ποτά τα πήγαιναν αλλού».

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ». Αφού ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν στο σπίτι τους. Μέχρι που ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Χίτλερ –με μια βόμβα σε βαλίτσα –τον Ιούλιο του 1944 και οι συνθήκες για τις 15 γυναίκες άλλαξαν άρδην. «Επειτα από αυτό δεν μπορούσα να ζω πια με την πεθερά μου», θυμάται η Βελτ. «Μας απομόνωσαν σε ένα σχολικό κτίριο και είχα το δικαίωμα να την επισκέπτομαι μόνο τα Σαββατοκύριακα με τη συνοδεία των SS».

Λίγο καιρό αργότερα, όταν ήταν πια κοινό μυστικό πως οι Ρώσοι πλησίαζαν στο Λημέρι του Λύκου, ένας γερμανός στρατιώτης φυγάδευσε τη Βελτ στο Βερολίνο. «Μου έσωσε τη ζωή», τονίζει η ίδια. «Η πεθερά μου μού είπε αργότερα πως όλες τις υπόλοιπες κοπέλες τις πυροβόλησαν οι Ρώσοι». Εστω και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το οχυρό του Χίτλερ όμως, ο εφιάλτης της Βελτ δεν είχε τελειώσει. Πάνω που είχε καταφέρει να διαφύγει από τα SS, έπεσε στα χέρια των Ρώσων, οι οποίοι την κράτησαν σε ένα διαμέρισμα και τη βίασαν. «Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω παιδιά», λέει κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι της. Σταδιακά, συνέχισε τη ζωή της ως χήρα πολέμου. «Στις 27 Μαρτίου 1946, μου χτύπησε την πόρτα ένας ένστολος άνδρας με επίδεσμο στο κεφάλι. Ηταν ο άνδρας μου, ο Κουρτ. Λιποθύμησα». Εζησαν μαζί ώσπου τους χώρισε ο θάνατος, το 1990.