«Βαδίζαμε για ώρα στον Γράμμο κι είχαμε φτάσει στο πρώτο φαράγγι, εκεί όπου ήταν το νοσοκομείο των ανταρτών στον Εμφύλιο. Ψάχναμε την καμπάνα του χωριού μας, της Σλίμνιτσας, που την είχαν ανεβάσει στο βουνό στο αντάρτικο, για να στέλνουν σήμα όταν έφτανε ο αστικός Στρατός. Την αναζητούσαμε για χρόνια, από τότε που άρχισαν κάποιοι να επιστρέφουν στα ρημαγμένα χωριά του Εμφυλίου και ξανάχτιζαν τα σπίτια τους. Τη βρήκαμε πάνω σ’ έναν σωρό από πέτρες κι αρχίσαμε να κλαίμε. Το νέο μαθεύτηκε κι ήθελαν όλο να ανέβουν στη Σλίμνιτσα. Στήσαμε γλέντι μπροστά στην εκκλησία και χτυπούσαμε την καμπάνα κάθε φορά που κάποιος έφτανε».

Το καλοκαίρι του ’47 ο Παναγιώτης Βλάχος ήταν 11 χρόνων, όταν αντάρτες έδωσαν εντολή να εκκενωθούν τα τελευταία Γραμμοχώρια, καθώς οι συγκρούσεις πλησίαζαν. Ο Δημοκρατικός Στρατός είχε οργανώσει την επιχείρηση μεταφοράς παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, για να γλιτώσουν από τον εμφύλιο σπαραγμό. Για την απέναντι εμπόλεμη πλευρά του Εμφυλίου, ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα τρομακτικό παιδομάζωμα.

Ο Παναγιώτης ήταν πολύ μικρός για να τον ενδιαφέρουν όλα αυτά. Μαζί με εκατοντάδες παιδιά από τα γειτονικά Γραμμοχώρια, εκείνος πέρασε στην Αλβανία και μετά στη Ρουμανία και στην Τσεχία. Οταν επαναπατρίστηκε, δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, ανέβηκε ξανά στο χωριό του, που είχε ερημώσει. Αλλοι χωριανοί, που είχαν καταφύγει στην Καστοριά και στη Θεσσαλονίκη για να σωθούν από τις επιθέσεις των ανταρτών, επέστρεψαν και εκείνοι στον Γράμμο. Πολλοί ξανάχτισαν τα σπίτια τους και προσπαθούν να ζωντανέψουν τα χωριά, έξι και πλέον δεκαετίες μετά τον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτές είναι οι ιστορίες όσων επέστρεψαν στα χωριά του Εμφυλίου.

Το 1947 στη Σλίμνιτσα, μόλις ενάμισι χιλιόμετρο από την συνοριογραμμή με την Αλβανία, ζούσαν 80 οικογένειες. Η εκκλησία του Aϊ-Θανάση λειτουργούσε κάθε Κυριακή και το σχολείο του χωριού ήταν ένα διώροφο πετρόκτιστο κτίριο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο Παναγιώτης Βλάχος ξεκίνησε να χτίζει από την αρχή το σπίτι του, στο χωριό δεν είχε μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Οι τοίχοι της εκκλησίας ήταν κατάστικτοι από τα πολυβόλα και το κτίριο του σχολείου λειτουργούσε ως στρατιωτικό φυλάκιο.

Ο Παναγιώτης σπούδασε μηχανολόγος-μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Δούλεψε σε μεγάλες μεταλλουργίες της Τσεχίας και παντρεύτηκε τη Θωμαή, που είχε βρεθεί κοριτσάκι κι αυτή στην κομμουνιστική Τσεχία και σπούδασε Ιατρική. «Σκεφτόμασταν πάντα την Ελλάδα και τα παιδικά μας χρόνια στον Γράμμο. Το 1973 κατάφερα να κάνω τα χαρτιά μου και να επαναπατριστώ. Βρήκα δουλειά σε εργοστάσιο μεταλλουργίας στη Θεσσαλονίκη και έγινα διευθυντής στη μονάδα συρματουργίας. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ιδιωτικό εργοστάσιο, με έναν ιδιοκτήτη. Μια μέρα, το μεγάλο αφεντικό με είδε να χαιρετάω τους εργάτες. Με τράβηξε πιο πέρα και μου ‘πε ότι αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί».

Είκοσι έξι χρόνια μετά τη φυγή από τη Σλίμνιτσα, ο Παναγιώτης ανέβηκε ξανά στο χωριό. Χαμογελά όταν θυμάται ότι η γυναίκα του φορούσε γόβες, γιατί δεν υπήρχε καν δρόμος μέχρι εκεί. Αντί για το πατρικό του σπίτι αντίκρισε έναν σωρό από πέτρες. Στο χωριό είχε απομείνει μόνο η εκκλησία.

«Ξεκίνησα να χτίζω το σπίτι γύρω στο 2000. Κάποιοι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στο χωριό. Σήμερα υπάρχουν στη Σλίμνιτσα γύρω στα δέκα σπίτια. Τον χειμώνα ανεβαίνουν κυνηγοί και ορισμένοι το Σαββατοκύριακο. Το καλοκαίρι φτάνει περισσότερος κόσμος και νέοι», περιγράφει.

Τα πανέμορφα χωριά του Γράμμου άρχισαν να ζωντανεύουν. Σπίτια ξαναχτίστηκαν, αυλές ξαναφυτεύτηκαν και οι εκκλησίες ξαναλειτούργησαν. Ομως η απειλή της ερήμωσης εμφανίστηκε για δεύτερη φορά. Λαθροϋλοτόμοι και συμμορίες Αλβανών λεηλατούν τα Γραμμοχώρια. Τα φυλάκια του Στρατού δεν επανδρώνονται εδώ και πέντε χρόνια, άσφαλτος δεν στρώθηκε ποτέ μέχρι εκεί πάνω, και πρόσφατα έφυγαν για την άλλη άκρη της Ελλάδας, τον ποταμό Εβρο στα ελληνοτουρκικά σύνορα, ακόμη και οι συνοριοφύλακες. Πολλοί που πήραν τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψουν, τώρα το ξανασκέφτονται.

Στο ίδιο χωριό, τη Σλίμνιτσα, ο Βασίλης Μπέλος ξεκινά από τις σημερινές διαρρήξεις και τις κλοπές προτού αρχίσει να διηγείται τον δικό του ξεριζωμό και την επιστροφή στον Γράμμο. «Θυμάμαι καλά το διώροφο σχολείο, που το έχτισαν ξυλέμποροι από τον Βόλο που επισκέπτονταν το χωριό. Τον Ιούλιο του ’47 ήμουν 10 χρόνων, όταν μας ζήτησαν να φύγουμε γιατί πλησίαζαν οι συγκρούσεις του Εμφυλίου. Μας είπαν ότι θα πηγαίναμε, για λίγες ημέρες μόνο, στην Κούλα, λίγο βορειότερα. Πήραμε δύο κουβέρτες, λίγο ψωμί και τίποτ’ άλλο» περιγράφει.

Οι λίγες ημέρες όμως κράτησαν κοντά τέσσερις δεκαετίες. Από την Αλβανία στο Μοναστήρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας και μετά με τρένο στα σύνορα με την Ουγγαρία και τη Ρουμανία. Τα παιδάκια από το ίδιο χωριό κρατούσαν το ένα το χέρι του άλλου και στον σιδηροδρομικό σταθμό σχεδόν τυχαία ανέβηκαν στο τρένο για το Βουκουρέστι. Ο Μπέλος φοίτησε σε τεχνικό σχολείο στην Κραϊόβα, μετά για δύο χρόνια στη Νομική στο Βουκουρέστι, και το ’57 βρέθηκε στην Αθήνα. Στην Ελλάδα έπρεπε να τελειώσει ξανά το Γυμνάσιο κι αργότερα έπιασε δουλειά ως διακοσμητής και τεχνίτης στο εργοστάσιο της Μερσεντές και των λεωφορείων του Σαρακάκη. Στη Σλίμνιτσα θα επιστρέψει πολύ αργότερα, το ’84, αφού πρώτα ασχοληθεί με τη γούνα στην Καστοριά.

«Υπήρχε μόνο η εκκλησία στο χωριό, τα σπίτια ήταν ισοπεδωμένα. Στο παλιό εκκλησάκι, πίσω από το σχολείο, είχε πέσει μία οβίδα και είχε κάνει ζημιά» περιγράφει. Τα επόμενα χρόνια ξανάχτισε το σπίτι του, σήμερα περνά το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα στον Γράμμο.

Λίγο πιο κάτω, ακολουθώντας τον παραπόταμο του Αλιάκμονα, στο Γιαννοχώρι, ο Νίκος Χαλκιάς είναι από τους λιγοστούς κατοίκους που έχουν ξαναγυρίσει στο χωριό, δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο. Ηταν το τελευταίο παιδί που γεννήθηκε στο Γιαννοχώρι, το ’47, προτού ερημώσει σε μία ημέρα. Η δική του οικογένεια κατέβηκε στην Καστοριά. Ο ίδιος επέστρεψε στον Γράμμο το ’87 κι άρχισε να χτίζει το πατρικό του σπίτι. «Θυμάμαι το ’91, όταν έπεσε το καθεστώς στην Αλβανία, κατέβαιναν από το βουνό οι Αλβανοί κατά χιλιάδες. Ηταν πεινασμένοι, έκλεβαν ό,τι υπήρχε στα σπίτια, μέχρι και τα κεραμίδια», περιγράφει. Η κατάσταση αγρίεψε το ’97. Μετά την εξέγερση στην Αλβανία και τη λεηλασία των στρατιωτικών αποθηκών, στα Γραμμοχώρια εμφανίστηκαν μουλάρια φορτωμένα με Καλάσνικοφ, κιβώτια με σφαίρες, ακόμη και πολυβόλα. Οσες ιστορίες έχει να διηγηθεί για εκείνη την εποχή ο Νίκος, άλλες τόσες έχει για τις σημερινές λεηλασίες στα Γραμμοχώρια. Πριν από μερικά χρόνια ένας γιατρός από τη Θεσσαλονίκη έχτισε ένα μεγάλο σπίτι στο Γιαννοχώρι και πολλοί πίστεψαν ότι ήρθε η τουριστική ανάκαμψη. Σήμερα, πολλοί, ακόμη και χωριανοί, το σκέφτονται διπλά να χτίσουν στον Γράμμο.