Η «Πατρική κληρονομιά» κυκλοφόρησε πριν από 20 χρόνια (το 1991) και αναφέρεται στον πατέρα του συγγραφέα και τον δύσκολο χαμό του, όμως διαβάζεται σαν ένα κανονικό μυθιστόρημα, παρότι έχει υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία» και ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας». Στα ελληνικά πρωτοεκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή αλλά ήταν από χρόνια εξαντλημένο.

Σ’ αυτό το σχετικά μικρό πεζογράφημα ο Φίλιπ Ροθ επικεντρώνεται στα τελευταία τρία θλιβερά χρόνια του πατέρα του, αρχίζοντας από τη στιγμή (1988) που εκείνος ξυπνάει έχοντας παραλύσει από τη μία πλευρά του προσώπου του. Ψύχραιμος χαρακτήρας, ο ογδονταεξάχρονος χήρος Χέρμαν Ροθ στηρίζει με το χέρι του την κρεμασμένη όψη πιστεύοντας ότι θα αποκαταστήσει την αρμονία των γεροντικών του χαρακτηριστικών. Εκείνο το διάστημα ο Χέρμαν συζεί με τη Λιλ, όμως αναζητάει άμεσα τη βοήθεια των γιων του και ειδικά του Φίλιπ. Οι ιατρικές εξετάσεις που ακολουθούν είναι δυσοίωνες. «Είδα τον εγκέφαλο του πατέρα μου, και αποκαλύφθηκε το παν και το τίποτα».

Αυτή είναι η αρχή μιας οριακής σχέσης γιου και πατέρα που είναι αναμέτρηση και επανασύνδεση μαζί, αντιστροφή ρόλων και ενεργοποίηση ευάλωτων συναισθημάτων. Ο Φίλιπ σκέφτεται ταυτόχρονα και τη, τυραννισμένη από τον δυνάστη σύζυγο, μητέρα του, χαμένη λίγα χρόνια νωρίτερα.

Ο πατέρας Ροθ, επιβλητική, σχεδόν βιβλική φιγούρα, υπήρξε στα νιάτα του επίμονος, δουλευταράς, προστατευτικός, άνθρωπος που έπαιρνε πρωτοβουλίες αλλά και τις αφαιρούσε απροσχημάτιστα από τους άλλους. Με τίποτα δεν θα δεχόταν κριτική από τον γιο του. Οταν πέθανε η γυναίκα του έσπευσε, μία ώρα μετά την κηδεία της, να εξαφανίσει τα ίχνη της από τα συρτάρια, τα γυναικεία κειμήλια, θέλοντας να αποστραφεί την πραγματικότητα. Είχε ψυχαναγκαστικές εμμονές. Μία από αυτές, να περπατήσουν μια μεγάλη απόσταση με την αδύναμη σύζυγό του, την έσπρωξε μια ώρα αρχύτερα στο έμφραγμα. Ωστόσο, όταν την έχασε τη θρήνησε πολύ. Για πρώτη φορά ο Φίλιπ έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει και να πενθεί βαριά. Τώρα όμως ο Χέρμαν Ροθ αντιλαμβάνεται, από τα μισόλογα του γιου και τις επιφυλακτικές κουβέντες των γιατρών, ότι και αυτός βρίσκεται στον δρόμο χωρίς γυρισμό. Οι εργαστηριακές αναλύσεις δείχνουν όγκο στον εγκέφαλο και απαιτούνται πολύωρες επεμβάσεις με αμφίβολα αποτελέσματα αποκατάστασης, ακόμη και επιβίωσης. Ο Χέρμαν Ροθ ταλανίζεται ανάμεσα στην κατάθλιψη και την αποδοχή. Ο Φίλιπ του συμπαραστέκεται και αρχίζει να του επιβάλλεται. «Τότε του είπα τέσσερις λέξεις, τέσσερις λέξεις που δεν του είχα απευθύνει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου». Να βάλει πουλόβερ και παπούτσια. Λίγο αργότερα θα του βγάλει τη μασέλα και θα τη βάλει στην τσέπη του. «Τέλος μιας εποχής, αυγή μιας άλλης». Ο γιος αναλαμβάνει τον πατέρα. «Είχα υπερπηδήσει, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χάσμα της σωματικής αποξένωσης που, πολύ φυσιολογικά, είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας από τότε που έπαψα να είμαι μικρό παιδί».

Ο Φίλιπ δεν είχε απαιτήσεις από τη διαθήκη, ο αδελφός του συντηρούσε μεγαλύτερη οικογένεια, κι εκείνος τότε (αρχές δεκαετίας του ’90) ήταν παντρεμένος με τη δεύτερη γυναίκα του, την ηθοποιό Κλερ Μπλουμ. Οταν ο Χέρμαν τού αφήνει το κύπελλο ξυρίσματος του δικού του πατέρα, ο Φίλιπ θεωρεί ότι αυτό είναι και η μόνη του κληρονομιά. Καθώς ο πατέρας χειροτερεύει και είναι ανήμπορος, ο γιος τον φροντίζει όπως ένα μωρό η μητέρα του. «Ο Φίλιπ μού φέρεται σαν μητέρα» λέει ο Χέρμαν ενώ η «μητέρα» έχει μόλις μαζέψει τα λερωμένα του ρούχα και τον λούζει γυμνό στο καταλερωμένο μπάνιο. Μια συνταρακτική στιγμή, ανυπόφορα ιδιωτική για να περιγραφεί. «Αυτή ήταν η κληρονομιά από τον πατέρα μου: ούτε τα λεφτά ούτε τα τεφιλίν ούτε το κύπελλο του ξυρίσματος, αλλά τα σκατά».

Παρά τη θλίψη πάντως που αναδύουν αυτές οι ιδιωτικές σκηνές –και σε αντίθεση με την ταινία του Χάνεκε «Αγάπη» –υπάρχουν και κωμικά ιντερμέδια, όπως εκείνο με έναν επίδοξο συγγραφέα και φίλο του Χέρμαν τον οποίο συστήνουν στον Φίλιπ για να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί εκδότης. Ο φτασμένος συγγραφικά Ροθ, σε μια σκηνή που θυμίζει Γούντι Αλεν, διαβάζει το χειρόγραφο, ένα κανονικό πορνογράφημα που διαδραματίζεται στη διάρκεια του πολέμου ενώ λογικά περίμενε μια αφήγηση για το Ολοκαύτωμα. Χώρια που η κόρη τού γραφιά ήταν δική του διορθώτρια!