Το σπίτι της Μαργαρίτας Μπακοπούλου βρισκόταν στην οδό Μετσόβου, πάνω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ενα διώροφο του ’30, με παλιά και σκοτεινά έπιπλα. Στον πρώτο όροφο, έμενε η Μαργαρίτα, με τη μητέρα της και τους δύο αδελφούς της. Πατέρα δεν είχε. Είχε όμως έναν θείο, που ήταν επιφανές πρόσωπο της πολιτικής. Τον Νίκο Μπακόπουλο, υπουργό Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Οικογένεια μάλλον εύπορη αφού η Μαργαρίτα πήγαινε σχολείο στο ιδιωτικό του Μπερζάν, στην Πλατεία Αιγύπτου. Τη γνώριζα γιατί ήταν φίλη του Πέτρου Μώραλη, εξαιρετικού νέου, που έγινε φιλόλογος και ο Ανδρέας τού έδωσε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού Παιδείας. Η Μπακοπούλου δεν ήταν ιδιαιτέρως όμορφη. Ηταν όμως χυμώδης, ζωηρή, θηλυκιά και είχε πολλές κατακτήσεις. Είχε ταλέντο στη ζωγραφική και ήταν και πολύ έξυπνη. Ερωτεύθηκαν, τότε, με τον Ξαρχάκο και παντρεύτηκαν στον ναό των Ταξιαρχών, στο Πεδίον του Αρεως. Κουμπάρος ο Τάκης Λαμπρόπουλος, το αφεντικό της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια.

Η Μαργαρίτα διοργάνωνε συχνά στο σπίτι της πάρτι. Σε ένα από αυτά είχε καλέσει και τον Μίκη, που ήταν ένας από τους θεούς της εποχής. Η μουσική του ακουγόταν παντού και σήκωνε στο πόδι τη νεολαία. Κάποια στιγμή, μας σύστησαν. Εμένα, με είχε πιάσει τρεμούλα από το δέος. «Ο Λευτέρης έχει γράψει την «Απονη ζωή»», είπε στον Θεοδωράκη ο Ξαρχάκος. «Μπράβο», είπε ο Μίκης, αλλά μάλλον αδιάφορα. Και ύστερα, για να μου δώσει και λίγος θάρρος, πρόσθεσε: «Αν θέλεις, στείλε μου στίχους. Μένω στη Νέα Σμύρνη». Μου ανέφερε το όνομα του δρόμου, που δεν το συγκράτησα και σημείωσε, μισοαστεία – μισοσοβαρά: «Ο αριθμός είναι παρά μία τεσσαράκοντα».

Δεν συναντηθήκαμε έκτοτε. Μόνο μια φορά, σε μια πορεία ειρήνης, ενώ ο γιος μου πήγε πίσω από ένα δέντρο προς νερού του. Με θυμήθηκε και μου είπε, ολοφάνερα περιπαικτικά: «Ο κόσμος τραγουδάει, βλέπεις; Αλλά το τραγούδι που λέει πιο πολύ είναι η «Φτωχολογιά». Δεν το παρατήρησες;». Μάλλον ενοχλήθηκα εκείνη τη στιγμή. Αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω με ανάλογο ύφος σε έναν γίγαντα, όπως ήταν αυτός.

Εκείνα τα χρόνια δούλευα πολύ. Ημουν παντρεμένος, είχα μικρό παιδί και χρειαζόμουν χρήματα. Τις νύχτες εργαζόμουν στα «ΝΕΑ». Επιανα στις 11 και αφού έπινα χίλιους καφέδες διορθώνοντας χειρόγραφα και βάζοντας τίτλους, γύριζα στο σπίτι μου στις 6 το πρωί! Εξόντωση πραγματική! Κοιμόμουν έως το μεσημέρι και μετά το φαγητό ξανακοιμόμουν. Σηκωνόμουν στις 7 και πήγαινα στο γραφειάκι μου, όπου έγραφα στίχους έως τις 10.30, οπότε ξανάφευγα για «ΤΑ ΝΕΑ». Και αυτό, χρόνια και χρόνια.

Εχω ένα μεγάλο ελάττωμα: δεν μπορώ να βάλω σε τάξη τα πράγματά μου. Βιβλία, χειρόγραφα, δημοσιεύματα, κατσαβίδια, σβούρες, κιμωλίες, πουκάμισα, ένα σωρό είναι πεταμένα σε τραπέζια, καρέκλες, στο πάτωμα και κυρίως σε ένα μεγάλο μπιλιάρδο. Και όμως, μέσα σε αυτό το τρελοκομείο μπορώ και βρίσκω, όποτε θέλω, ό,τι θέλω. Ενα ποίημα, μια σημείωση, ένα απόκομμα περιοδικού. Αν τύχει όμως και περάσει πάνω από αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο ένα καλόβολο χεράκι για να συγυρίσει, χάνω τα πάντα. Και το μυαλό μου! Η ακαταστασία είναι εκείνη που με τρέφει!

Ο Θεοδωράκης είναι το αντίθετο. Ντοσιέ, παραντοσιέ, τάξη, καθαριότητα. Και αυτό είναι το σωστό. Αλλά, όπως μάθει κανείς… Η γυναίκα μου, μόλις είδε αυτό το φριχτό χάλι που επικρατούσε στο «αρχείο» μου, θέλησε να το συμμαζέψει. Επί ένα μήνα, διάλεγε χειρόγραφα τραγουδιών και τα κατέτασσε: εδώ τα ερωτικά, εκεί τα πολιτικά, παραπέρα τα σατιρικά, στη γωνία τα ημιτελή. Και όλα αυτά, σε φακέλους και με ετικέτες! Ερχεται λοιπόν ένα απόγευμα ο Νταλάρας στο σπίτι και αρχίζουμε να μιλάμε για έναν δίσκο με λαϊκά τραγούδια, κυρίως κοινωνικά. Πιάνω λοιπόν τους φακέλους της γυναίκας μου και αρχίζω να ψάχνω. Και τα κάνω όλα λίμπα! Βρήκα όμως τους στίχους που γύρευα. Οπως βρήκα και τον μπελά μου: η γυναίκα μου δεν με συγχώρησε ποτέ. Και με το δίκιο της. Και φυσικά, δεν επιχείρησε ποτέ ξανά να βάλει σε τάξη τα χειρόγραφά μου.

Τα χρόνια εκείνα, πριν από τη δικτατορία και την απαγόρευση, ο Θεοδωράκης, πέρα από την πολιτική του δραστηριότητα, δούλευε φυσικά και ως καλλιτέχνης. Εγραφε τραγούδια, ενορχήστρωνε, διηύθυνε την ορχήστρα του, έκανε συναυλίες, μιλούσε, πριν από τις συναυλίες στον κόσμο. Συνεργάτες του στιχουργούς στα τραγούδια είχε κυρίως τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Γκάτσο, τον Λειβαδίτη, τον αδελφό του τον Γιάννη και, αραιά και πού, διάφορους άλλους. Από τον Ερρίκο Θαλασσινό έως τον Γιάννη Νεγρεπόντη ή τον Μποστ. Για μένα δεν είχε δείξει και κανένα ενδιαφέρον. Εγώ όμως ήθελα να γράψω μαζί του, σαν τρελός! Ευκαιρία, ωστόσο, δεν παρουσιαζόταν. Επιπλέον, σε ό,τι με αφορά, είχα δέσει ήδη με τον Λοΐζο, τον Ξαρχάκο, τον Σπανό, τον Πλέσσα, τον Λεοντή, τον Κουγιουμτζή και δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ και με άλλον. Βεβαίως, αν μου έλεγε ο Μίκης, «έλα να δουλέψουμε», θα έτρεχα να τον συναντήσω κάνοντας τούμπες!

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πέρασαν οι μήνες και ήρθε η δικτατορία. Τη συνέχεια την ξέρετε: ο Θεοδωράκης στη φυλακή, στη Ζάτουνα και εντέλει στο εξωτερικό. Με συναυλίες, συγκεντρώσεις, ομιλίες, ταξίδια και συνεχή δισκογραφική δουλειά, στην Αγγλία και τη Γαλλία. Πώς έφυγαν επτά ολόκληρα χρόνια… Εφυγαν όμως. Και ο Μίκης ξαναγύρισε, ήρωας και τροπαιούχος, στην Ελλάδα. Και από την ίδια ημέρα, όλα τα ραδιόφωνα και η τηλεόραση, έπαιζαν δικά του τραγούδια σε ποσοστό 90%! Και ήταν φυσικό. Ο ελληνικός λαός είχε στερηθεί (διά νόμου!) τη μουσική του Μίκη και τώρα, πεινασμένος, «καταβρόχθιζε» –και σε μεγάλες δόσεις –την εξαίσια τροφή που τόσο του είχε λείψει.

Ενα μεσημέρι έρχεται ο Γιώργος Λιάνης στο σπίτι μου. Πιάνουμε κουβέντα για το τραγούδι. Ξάφνου, πέφτει το βλέμμα του σε ένα μάτσο χαρτιά. «Τι είναι αυτά;», με ρωτάει. «Στίχοι». Αρχίζει να διαβάζει και ξεσπάει σε κραυγές ενθουσιασμού. «Μα, είναι αριστουργήματα! Γιατί αφήνεις τέτοια κομμάτια να ξεπαγιάζουν, χωρίς μουσική, σε αυτό το μπιλιάρδο; Μπορώ να πάρω μερικά να τα δώσω στον Θεοδωράκη;». Χτύπησε η καρδιά μου. «Μα ο Μίκης δεν έχει δείξει έως τώρα ενδιαφέρον για τη δουλειά μου…». «Θα πάρω δυο τραγούδια να τα δει και είμαι βέβαιος ότι αύριο κιόλας θα τα έχει έτοιμα! Και τέλεια!».

Τα τραγούδια ήταν το «Εχε το νου σου στο παιδί» και το «Αγγελος δραπέτης». Τα πήρε ο Θεοδωράκης και, όπως είχε προβλέψει ο Λιάνης, «τη βρήκε» και τα μελοποίησε αμέσως. Μου τα έστειλε σε μια κασέτα, τα άκουσα, γοητεύθηκα και περίμενα να έρθει η ημέρα της ηχογράφησης. Εκείνο τον καιρό, ο σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος γύριζε μια ταινία, τον «Ασυμβίβαστο», με ήρωα και πρωταγωνιστή τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Τη μουσική θα την έγραφε ο γιος του Μίκη, ο Γιώργος. Ο Θωμόπουλος όμως ήθελε να έχει στην ταινία του και ένα τραγούδι του Μίκη. Και διάλεξε το «Εχε το νου σου το παιδί».

Γυρίστηκε το φιλμ, γυρίστηκε και το τραγούδι με τον Σιδηρόπουλο, αλλά ξάφνου συνέβη κάτι που ανέτρεψε τα πάντα: ο Καζαντζίδης μού έδωσε μια συνέντευξη, στην οποία μιλούσε για το τραγούδι και κατηγορούσε τον Θεοδωράκη για πολλά πράγματα, σε σχέση με μια παλιά συνεργασία τους. Εγώ, ως δημοσιογράφος, για λόγους δεοντολογίας δεν μπορούσα να κόψω ούτε ένα κόμμα απ’ όσα μου έλεγε σε ανοιχτό μαγνητόφωνο ο μέγας καλλιτέχνης Στέλιος Καζαντζίδης. Αν το έκανα, την άλλη ημέρα θα έγραφαν οι εφημερίδες και τα περιοδικά ότι άσκησα λογοκρισία. Η συνέντευξη λοιπόν δημοσιεύθηκε λέξη προς λέξη! Ο Μίκης όμως, που δεν ξέρει πώς λειτουργεί ένας δημοσιογράφος, και ενώ είναι καλόβολος και συνετός, ενοχλήθηκε πολύ. Θύμωσε. Γιατί πίστεψε ότι είχα τη δυνατότητα να βγάλω από το κείμενο μερικές φράσεις που τον έθιγαν. Και τα ‘βαλε μαζί μου! Αποτέλεσμα: ζήτησε από τον ποιητή αδελφό του τον Γιάννη, ο οποίος είχε επιτυχή θητεία στο τραγούδι –«Ομορφη πόλη», «Χάθηκα μέσα στους δρόμους», «Δακρυσμένα μάτια» –να γράψει ένα τραγούδι πάνω στη μουσική τού «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν». Ο Γιάννης πράγματι έγραψε το τραγούδι, όπως το ζήτησε ο Μίκης. Και ο Μίκης το συμπεριέλαβε στον δίσκο «Χαιρετισμοί» με τη Δήμητρα Γαλάνη.

Η συνέχεια: ο Θεοδωράκης, έδωσε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, με ερμηνεύτρια τη Γαλάνη, γιατί ήθελε να παρουσιάσει τους «Χαιρετισμούς». Στο πρώτο μέρος ακούστηκε το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» και στο δεύτερο το «Μη με προδώσεις». Ο κόσμος, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ψηφίζει με το χειροκρότημά του. Χωρίς, εδώ, να διανοούμαι να κάνω συγκρίσεις, οφείλω να πω ότι το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» άρεσε πολύ και έχει γυριστεί σε δίσκο από τον Σιδηρόπουλο, τη Φαραντούρη και τη Γλυκερία, ενώ το «Μη με προδώσεις», μόνο στους «Χαιρετισμούς». Με την ευκαιρία, δημοσιεύω τους στίχους του «Μη με προδώσεις»:

Αυτός που ξέμεινε εδώ /

θα ξαναρθεί με τον καιρό /

να τον πληγώσεις. /

Φίλοι κι εχθροί θα τον ζητούν /

κατάματα θα σε κοιτούν /

μη με προδώσεις.

Ψέματα ψεύτες θα σου πουν /

στα όνειρά σου για να μπουν /

θα το πληρώσεις. /

Ρίξε τον ήλιο απ’ τα κλαδιά /

στον κόρφο κρύψε τα καρφιά /

μη με προδώσεις.

Απλώνει η νύχτα τη βροχή /

μαζί ξεμάκραινες κι εσύ /

θα μετανιώσεις. /

Αν βρεις στον δρόμο νικητές /

φωτιά, τσεκούρι και ληστές /

μη με προδώσεις.

Το «Κάποτε θα ‘ρθουν» είναι γνωστό. Αλλά για να είναι πλήρες αυτό το κείμενο, το παραθέτω:

Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν /

πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν /

και πώς σε θένε. /

Εχε το νου σου στο παιδί, /

κλείσε την πόρτα με κλειδί /

ψέματα λένε.

Κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί, /

λογάδες και γραμματικοί /

για να σε πείσουν. /

Εχε το νου σου στο παιδί /

κλείσε την πόρτα με κλειδί, /

θα σε πουλήσουν.

Και όταν θα ‘ρθουνε οι καιροί /

που θα ‘χει σβήσει το κερί /

στην καταιγίδα /

Υπερασπίσου το παιδί /

γιατί αν γλιτώσει το παιδί /

υπάρχει ελπίδα.

Πόσο δραματικά επίκαιρο είναι σήμερα, αλήθεια, αυτό το τραγούδι…

Δεν θα χρειασθεί, βεβαίως, να προσθέσω, ότι με τον Θεοδωράκη γίναμε εν συνεχεία στενοί φίλοι και από πλευράς συνεργασίας έχουμε γράψει γύρω στα 80 τραγούδια, από τα οποία τα 50 περιμένουν τη σειρά τους για να κυκλοφορήσουν σε δίσκους. Πρόκειται για αριστουργηματικά τραγούδια του Μίκη! Που όσα χρόνια κι αν περνούν εξακολουθεί να είναι ο μέγας συνθέτης, που συγκινεί τους πάντες σε ολόκληρο τον κόσμο! Και δεν θα ξεχάσω τη σκηνή, σε ντοκιμαντέρ για το Αφγανιστάν, όπου οι εμπόλεμοι, αξύριστοι και βρώμικοι, σε καρότσες φορτηγών τραγουδούν τραγούδια του σε μουσική από το «Μαουτχάουζεν»!

Ο Ρένος Αποστολίδης στην πολύκροτη «Πυραμίδα 67» έγραφε πως μόλις τέλειωνε η μάχη, κάθε βράδυ, ανάμεσα στον Εθνικό και στον Δημοκρατικό Στρατό και σιγούσαν τα κανόνια και από τις δυο μεριές, αντάρτες και στρατιώτες, ακουγόταν από κάποιους δίσκους το τραγούδι του Τσιτσάνη, «Κάποια μάνα αναστενάζει». Ετσι είναι. Η σπουδαία τέχνη δεν ανήκει στους μεν ή στους δε. Ανήκει σε όλους.