Θα μου επιτραπεί για τρίτη φορά να αναφερθώ σε εκδηλώσεις που έχουν να κάνουν με το θυμικό, δηλαδή την ψυχική πηγή που παράγει τις συγκινήσεις. Αναφέρθηκα ήδη στην Επιθυμία και την Αθυμία. Στην αριστουργηματική πλατωνική διαίρεση της ψυχής, τριμερή ως γνωστόν, λογιστικόν, θυμοειδές, βουλητικόν, η έδρα των συναισθημάτων παράγει ένα ευρύ φάσμα συγκινήσεων, τα δύο άκρα των οποίων ονομάζονται αψιθυμίες π.χ. απελπισία – ενθουσιασμός. Οι αρετές αυτής της περιοχής της ψυχής είναι οι σχετικές με την Ανδρεία και τα δύο άκρα των αψίθυμων ψυχών, η έλλειψη και η υπερβολή, καταλαμβάνουν η δειλία και το θράσος.

Οπως και τις προηγούμενες φορές δεν θα σταθμεύσω στις ατομικές αψιθυμίες, δεν θα επιστρατεύσω τις καταγραφές που επιστήμη και τέχνες του λόγου έχουν επιχειρήσει να κωδικοποιήσουν αψίθυμους χαρακτήρες (π.χ. Αίας, Ηρακλής, Κρέων κτλ.). Θα επιμείνω άλλη μια φορά στις αψιθυμικές αντιδράσεις ομάδων και κυρίως λαών, έχοντας πάντα κατά νου την ελληνική αψιθυμία ως κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό και μάλιστα διαχρονικό του γένους μας. Το ουσιαστικό αψιθυμία κατά το λεξικό του Κουμανούδη εμφανίζεται πρώτη φορά το 1888 (εποχή που ακόμη παραγάγαμε ελληνικές λέξεις και δεν βολευόμαστε στους ξενισμούς). Τα συνώνυμα όμως αψίκορος, ευέξαπτος, θυμώδης, νευρικός, οργίλος, παράφορος αποτελούν πλούσιο υπέδαφος, κι αυτό διαχρονικό, για να αντιληφθούμε το περιεχόμενο και τη σημασία των αψιθυμιών.

Αν επιμείναμε στην ονοματοθεσία του Πλάτωνα θα διακρίνουμε λαούς δειλούς και λαούς θρασείς. Οι δειλοί εκκινούν λίγο πιο πάνω από το σκαλοπάτι της αθυμίας. Η δειλία, θυμίζω, σχετίζεται με το πρωτόγονο δέος μπροστά στην άγνωστη χώρα του δειλινού. Μπροστά στο επερχόμενο σκότος (πραγματικό ή μεταφορικό) ο άνθρωπος και οι λαοί γίνονται άτολμοι, λιπόψυχοι, φοβητσιάρηδες, θα τολμούσα να τουρκίσω κιοτήδες. Κουρνιάζουν, πτοούνται με τον παραμικρότερο θόρυβο, κίνδυνο ή πραγματική ή φανταστική απειλή. Παραιτούνται από κάθε δράση ή αντίδραση, κρύβονται συχνά όπως οι στρουθοκάμηλοι με το κεφάλι στην άμμο. Ζαρώνουν, χώνονται στο καβούκι τους όπως όλα τα οστρακοφόρα, αναλύονται σε κλάματα, τρέμουν, ψευδίζουν, εκλιπαρούν, προσεύχονται και συχνότατα προσκυνούν, κρεμιούνται από τους δυνατούς ή υψώνουν κάστρα, τείχη, μάντρες για να αναβάλουν την επέλαση του πραγματικού ή φανταστικού εχθρού. Ο δειλός πολίτης είναι απελπισμένος, πεισιθάνατος, περιδεής, μπόσικος, ρευστός, ομόφωνος και εύκολα διαχειριζόμενος. Αναζητεί προστάτη, κύριο, αφέντη, τύραννο και κάθε είδους είδωλο και τοτέμ.

Εκατοντάδες χρόνια δουλείας ενός λαού θα πρέπει να μεταφράζονται σε χρόνια δειλίας, υποταγής, εθελοδουλίας και βολικής σκλαβιάς.

Στο άλλο άκρο της αψιθυμικής κατηγορίας βρίσκονται οι θρασείς λαοί, οι τολμητίες, οι υπερβαλλόντως τολμηροί, οι παθιασμένοι, οι φανατικοί, οι ριψοκίνδυνοι, οι ιδιαιτέρως ψυχροί και ψύχραιμοι, οι αυταρχικοί, οι ανελέητοι, οι υπερόπτες, οι υβριστές, οι επηρμένοι, εντέλει οι απάνθρωποι. Από αυτή την κατηγορία προέρχονται οι άρπαγες, οι οργίλοι, οι αγανακτισμένοι, οι συναισθηματικά θυελλώδεις και παράφοροι, οι κατακτητές, οι καταπατητές, οι απαιτητικοί, οι άπληστοι, οι αδηφάγοι, ωμοφαγικοί, οι βασανιστικοί και πλεονέκτες.

Μη θαρρεύσει κανείς να πιστεύει πως αψίκοροι, αψίθυμοι λαοί γεννιούνται. Οχι, γίνονται και η Ιστορία διαρκώς μας διαφωτίζει πως στην πορεία τους οι λαοί συχνά έπεφταν από τον έναν «θυμό» στον άλλο. Αλλοτε εκκινήσαν δειλοί και περιδεείς και κάτω από τη στυγνή μπότα μιας κατοχής ή δεσποτείας έφτασαν στο άλλο άκρο και εξανέστησαν, βρήκαν μέσα τους συναισθηματικά πηγάδια σε λήθαργο και ξεσπώντας έκαναν τη δειλία τους θράσος και το αρνάκι λύκο. Και αντίστροφα, λαοί επηρμένοι, αλαζόνες και κτητικοί σε κάποια στροφή του χρόνου και κάτω από την ανάγκη, δεινότερες δυνάμεις ή την οικονομική κατάρρευση πείνασαν, δίψασαν, φτώχυναν και κατέβηκαν ταπεινωμένοι στα υπόγεια της δειλίας και της δουλοφροσύνης.

Ανάμεσα στις δύο ακραίες αψίθυμες στάσεις, η αρετή της μεσότητας τοποθετεί την ΑΝΔΡΕΙΑ, μια απόλυτη ισορροπία ισαπέχουσα από τα δύο άκρα.

Ενας ανδρείος λαός ούτε πτοείται ούτε εκλιπαρεί, ούτε φοβάται αλλά ούτε αυθαδιάζει, ούτε κουβαλάει το καλάμι της έπαρσης ούτε μεγαλαυχεί. Ούτε απελπισμένος φωνάζει «έλεος», ούτε γαυριάζοντας συνεχώς φωνάζει «ζήτω». Η απελπισία και ο ενθουσιασμός, το πένθος και η αλαζονεία μιας ψευδαίσθησης αθανασίας δεν διακρίνουν τους νηφάλιους λαούς. Και νηφαλιότητα σημαίνει μέτρο αλλά και οξυδέρκεια και τα μάτια τέσσερα και προμηθεϊκό πνεύμα και ελπίδα και λελογισμένη αντίδραση. Οι ψοφοδεείς και οι παλικαράδες λαοί δεν γράφουν ιστορία. Γράφονται βέβαια από την ιστορία για την αναποφασιστικότητά τους και την αλόγιστη τόλμη τους. Το λάδι και το ξίδι δημιούργησαν λιπαρούς και βιτριολικούς λαούς. Ενός το λαδόξιδο νοστίμεψε τη γεύση της Ιστορίας.