Ο βασιλιάς «δεν πλήρωνε ούτε τους τοκογλύφους ούτε τους εμπόρους, από τους οποίους είχε δανειστεί σημαντικά ποσά• τους παραχωρούσε αναβολές ή απαλλαγές από δικές τους υποχρεώσεις έναντι των πιστωτών τους. Η πίστωση (…) είχε εξαφανιστεί. Η αφερεγγυότητα ήταν καθολική, το εμπόριο εκμηδενίσθηκε, η κατανάλωση μειώθηκε στο μισό (…)• οι εργάτες φεύγουν στο εξωτερικό. Ο λαός είναι απελπισμένος, ο αγρότης υποσιτισμένος και ρακένδυτος».

Τη συναρπαστική αυτή εικόνα, που θα μπορούσε σχεδόν να ταιριάξει στη σημερινή Ελλάδα ή τη σημερινή Ισπανία, είχε συνθέσει ο οικονομολόγος Νικολά Ντιτό. Καταγράφει την κατάσταση της Γαλλίας στα τέλη της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Διότι, μολονότι περιεβλήθη με ταλαντούχα στελέχη όπως ο Κολμπέρ, ο Βασιλιάς Ηλιος έκανε πάρα πολλούς πολέμους, εξαντλώντας το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Το χρέος ανέβηκε στα ύψη, φθάνοντας σ’ ένα επίπεδο όπου τα έσοδα και οι εισπράξεις του βασιλείου είναι μονίμως υποθηκευμένα για τα τρία ώς τέσσερα επόμενα χρόνια.

Η δραματική αυτή κατάσταση είναι συγκυριακή -οι πόλεμοι με την Ενωση του Αουγκσμπουργκ (Αυγούστας) και για τη διαδοχή στην Ισπανία διαδέχονταν ο ένας τον άλλον από το 1688 ώς το 1714 – και δομική. Ο τρόπος χρηματοδότησης που υιοθετήθηκε από τους βασιλείς της Γαλλίας μετά την Αναγέννηση δημιούργησε μια πυραμίδα διασταυρούμενων προνομίων που εμποδίζουν οποιαδήποτε κίνηση για μεταρρύθμιση.

Η πώληση των κρατικών εσόδων έγινε, στη βάση του μοντέλου που υιοθετήθηκε από τις ιταλικές πόλεις, ένας κλασικός τρόπος χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών αυλών. Ομως η γαλλική μοναρχία πολλαπλασίασε τις εκδόσεις χρεογράφων. Δεν αμέλησε ωστόσο και τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό και κατέφυγε σ’ έναν άλλο πόρο: την πώληση δημόσιων αξιωμάτων. Στο πέρασμα των ετών, τα καθήκοντα που συνδέονται με τη διαχείριση των βασιλικών οικονομικών – μεταξύ των οποίων η υπηρεσία της είσπραξης των κρατικών εσόδων – παραχωρήθηκαν, έναντι πληρωμής, σε ιδιώτες: οι φοροεισπράκτορες συλλέγουν τον άμεσο φόρο, από τον οποίο εξαιρούνται οι ευγενείς και ο κλήρος, τον φόρο υποτέλειας• οι κτηματίες ελέγχουν τους έμμεσους φόρους στο αλάτι, τα τελωνειακά τέλη και τα οινοπνευματώδη. Το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο, για να εξασφαλίσει την καθημερινή λειτουργία του κράτους, χρειαζόταν να δανείζεται με μεγάλα έξοδα – συχνά από τοκογλύφους.

Το συσσωρευμένο χρέος δεν επιβαρύνει απλώς το στέμμα. Κατακερματίζει την εξουσία του, πολύ περισσότερο που πίσω από τους τοκογλύφους κρύβονται συχνά μέλη της αριστοκρατίας, τα οποία ξέρουν να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους. Αυτή δεν είναι η μοναδική χρησιμότητα των τοκογλύφων. Καθώς έχουν γίνει τα πιο μισητά πρόσωπα στη Γαλλία, χρησιμεύουν ως δικλίδες ασφαλείας. Αυτό συνέβη το 1716, όταν ο Φίλιππος της Ορλεάνης, ο οποίος διορίστηκε αντιβασιλέας μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου 14ου, επέβαλε μια μερική χρεοκοπία και πλήρωσε τα υπόλοιπα με γραμμάτια του Θησαυροφυλακίου, η τιμή των οποίων κατέρρευσε. Οι επιχειρήσεις λιμνάζουν, τα κεφάλαια φεύγουν στο εξωτερικό.

Η απάντηση του αντιβασιλέα είναι εμπνευσμένη από την Τράπεζα της Αγγλίας: το περίφημο σύστημα του Λο. Σκωτσέζος οικονομολόγος και τραπεζίτης, ο Τζον Λο του Λόριστον προσφέρει μια λύση στους κατόχους ομολόγων του Θησαυροφυλακίου: να τα ανταλλάξουν, μαζί με λίγα νομίσματα, έναντι των μετοχών δύο εταιρειών τις οποίες ίδρυσε, μιας τράπεζας καταθέσεων, της Γενικής Τράπεζας, και μιας εταιρείας για την εκμετάλλευση κυρίως των αμερικανικών αποικιών, της Εταιρείας της Δύσης. Οι τίτλοι απογειώνονται. Ομως η ποσότητα του χαρτιού που κυκλοφορεί γρήγορα υπερβαίνει τις δυνατότητες της τράπεζας, η οποία έγινε Βασιλική Τράπεζα το 1718, και της εταιρείας, τα αποτελέσματα της οποίας απογοητεύουν. Υποκινούμενη από αριστοκράτες, τα προνόμια των οποίων κλόνισε ο Σκωτσέζος, η κερδοσκοπία νίκησε αυτό το σύστημα, το οποίο κατέρρευσε το Μάρτιο του 1720 μπροστά σε αιτήματα για αναλήψεις που ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν. Και οι κακές συνήθειες ξανάρχισαν. Η απόπειρα να ελέγχονται οι λογαριασμοί σε πραγματικό χρόνο αποτυγχάνει το 1726. Ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763) στεγνώνει και πάλι την οικονομία.

Ηδη από το 1775 ο τραπεζίτης της Γενεύης Ζακ Νεκέρ επιτίθεται στους τοκογλύφους, τις υπηρεσίες των οποίων μειώνει δραστικά. Παράλληλα με μια πολιτική λιτότητας, καταφεύγει στον δανεισμό για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο. Η αποπομπή του το 1781 και η έλευση το 1783 του Σαρλ-Αλεξάντρ ντε Καλόν θεωρήθηκαν η ρεβάνς των αριστοκρατών που ο Νεκέρ είχε πλήξει. Εντούτοις ο Καλόν είναι αυτός που, αντιμέτωπος μ’ ένα βουνό χρεών, έκανε το 1786 μια πολύ τολμηρή πρόταση: να φορολογηθούν τα εισοδήματα από τα ακίνητα, περιλαμβανομένων αυτών των ευγενών και του κλήρου. Η ανακοίνωση αυτού του σχεδίου έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία που θα καταλήξει στην Επανάσταση. Στην αρχή απορρίφθηκε από μια επιτροπή αξιωματούχων, μετά υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο που το απέρριψε επίσης και ζήτησε να συγκληθεί η Συνέλευση των Τάξεων.

Η Συνέλευση των Τάξεων, η οποία αποτελείται εξίσου από αντιπροσώπους των ευγενών, του κλήρου και της τρίτης τάξης, εγκρίνει τις μεγάλες πολιτικές αποφάσεις, ιδιαίτερα τις δημοσιονομικές. Ομως είχε να συγκληθεί από το 1614. Οι αντιπρόσωποι υπολογίζουν στη μαθηματική υπεροχή των ευγενών και του κλήρου. Ομως στις Βερσαλλίες, τον Μάιο του 1789, οι απαιτήσεις της τρίτης τάξης προκαλούν πολιτική αναταραχή. Ο βασιλιάς αναγκάζεται να εκδώσει χαρτονομίσματα και να φέρει πίσω τον Νεκέρ.

Στο κλίμα αυτό επιβάλλεται η ιδέα πως η τρίτη τάξη πρέπει να έχει δύο ψήφους ανά αντιπρόσωπο έναντι ενός για κάθε αντιπρόσωπο των άλλων δύο τάξεων. Στις 17 Ιουνίου, μπροστά στην αντίδραση και μετά την αποχώρηση αυτών των τελευταίων, η τρίτη τάξη αυτοανακηρύσσεται Εθνοσυνέλευση. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η Επανάσταση θα θελήσει να τιμήσει το χρέος. Θα καταφύγει στην έκδοση χαρτονομισμάτων επί της εθνικοποιημένης περιουσίας του κλήρου. Δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα, καθώς το σύστημα μπλοκάρει εξαιτίας της έκδοσης ολοένα και περισσότερων τίτλων. Το 1797 το Διευθυντήριο θα αναγκαστεί να κηρύξει πτώχευση κατά δύο τρίτα.

Αραγε το χρέος ήταν αυτό που έριξε τη μοναρχία; Θα ήταν υπεραπλούστευση. Ομως η πίστωση είναι κάτι εξίσου εύθραυστο όσο και περίπλοκο. Και το 1789, για μια σειρά λόγων που υπερβαίνουν τους λογιστικούς υπολογισμούς, η πίστωση του θρόνου είχε εξαντληθεί σε όλα τα επίπεδα.

ΑΥΡΙΟ: Η Κούβα ή όταν το χρέος γίνεται επαχθές