Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε προχθές στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ισπανίας βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας τετραετίας, όταν αυτά των αντίστοιχων γερμανικών επιχειρήσεων διαμορφώνονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αντίστοιχη είναι η εικόνα για τις ελληνικές, τις πορτογαλικές, τις ιταλικές, ακόμα και τις γαλλικές επιχειρήσεις, για τις οποίες το κόστος δανεισμού έχει αρχίσει να κινείται ανοδικά, όχι βεβαίως στα επίπεδα των υπόλοιπων χωρών του Νότου, αλλά σε κάθε περίπτωση διαμορφώνεται υψηλότερα από αυτό της Γερμανίας.

Και δεν είναι μόνο οι μικρότερες επιχειρήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και για τις μεγαλύτερες, αλλά και για το γερμανικό Δημόσιο, το οποίο δανείζεται με σχεδόν μηδενικό κόστος, καθώς όλοι αγοράζουν γερμανικά ομόλογα για ασφάλεια. Σήμερα λοιπόν που οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είτε αδυνατούν να δανειστούν από τις αγορές είτε δανείζονται με υψηλό κόστος, η Γερμανία απολαμβάνει εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, η ευρωζώνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ακόμα δομικό πρόβλημα, το οποίο υπονομεύει τις βασικές αρχές του ενιαίου νομίσματος, ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις και μπορεί να οδηγήσει στη διάσπαση του ενιαίου νομίσματος.

Για ποιον λόγο, για παράδειγμα, οι ιταλικές ή οι γαλλικές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται γερμανικές εταιρείες να παραμένουν στο ευρώ όταν χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους και εξασφαλίζουν κεφάλαια κίνησης με υπερδιπλάσιο ή ακόμα και μεγαλύτερο κόστος δανεισμού από τις γερμανικές, πράγμα που τις κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές εντός και εκτός ευρωζώνης; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα που τους προσφέρουν το ενιαίο νόμισμα και η ενιαία αγορά; Εύλογα ερωτήματα που θέτουν το ζήτημα της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις αυτές αλλά και οι χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται να επιβιώσουν.